ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ
ΠΡΟΔΟΤΗ ΜΑΓΙΑΣΗ
Του Δακανάλη Μανόλη
πρώην Αγρονόμου
Αρχές
Ιουλίου 1943 ο Διοικητής Φρουρίου Κρήτης Μπούρνο Μπρώυερ αποφάσισε να κάνει κυκλωτική κίνηση σε
ολόκληρο τον Ψηλορείτη με αντικειμενικό σκοπό να συλληφθούν 60 αντάρτες του
Καπετάν Στεφανογιάννη και 150 αντάρτες του Καπετάν Πετρακογιώργη, καθώς επίσης
και οι Άγγλοι που χειρίζονταν τον ασύρματο στη θέση «Κορακόπετρα» των Ανωγείων.
Την ομάδα αυτή αποτελούσαν οι Άγγλοι λοχαγοί Ράλη Στόκαμπριτς και Τζων
Στάντελϋ.
Συντονιστής της επιχείρησης ορίστηκε ο υποστράτηγος Μύλλερ. Ο οποίος από την περιοχή Ηρακλείου-Βενεράτου διέθεσε 2
τάγματα, από την επαρχία Αμαρίου 2 τάγματα και από την περιοχή Ρεθύμνου 2
τάγματα. Η όλη επιχείρηση θα υποστηρίζονταν με βαρύ πυροβολικό από το Τυμπάκι
και ελαφρύ από το Μαγαρικάρι που θα το προωθούσαν. Σημείο συγκέντρωσης όλων των
δυνάμεων ορίστηκε η εκκλησία της Αναλήψεως του Χριστού στο Οροπέδιο της Νίδας.
Κατά την επιχείρηση θα χρησιμοποιούνταν και αναγνωριστικά αεροπλάνα…..
Ένα
τάγμα Γερμανών του Ηρακλείου παρέκαμψε τα Ανώγεια, κατευθύνθηκε δυτικά και πέρασε στη θέση «Γαβρίλη». Εκεί συνέλαβαν
τους Ανωγειανούς βοσκούς Νίκο Δακανάλη ή Μιχαλονικολή, τη νεαρή αδελφή του
Ελένη ή Μιχαλολένη και το Γιώργη Σπυθούρη ή Παλιολαδίτη κατοίκους Ανωγείων.
Τους οδηγούσαν νότια με κατεύθυνση προς
το δάσος των Βρουλιδιών. Καθ οδό έπιασαν το Μανώλη Σμπώκο ή
Ζαχαρομανώλη, το Γιάννη Σπυθούρη ή Μουκαβία, το Μανώλη Σπυθούρη ή Μάνο, τον
Κώστα Καλομοίρη, το Γιώργη Καλομοίρη και άλλους που δεν θυμούνταν να μου πουν τα αδέλφια Νίκος και Ελένη
Δακανάλη, στην αφήγηση που μου έδωσαν στις 10 Σεπτεμβρίου 1992. Ενώ περνούσαν
από τη θέση Κάρχος, που υπάρχει δεξαμενή νερού, συνέλαβαν και το Μιχάλη Βρέντζο.
Στη θέση
«Πέτσες» στο λακκί (επίπεδο χωράφι) σταμάτησαν οι Γερμανοί, άνοιξαν τα χαρτιά
τους και ανέκριναν ένα-ένα χωριστά τους συλληφθέντες, αφού πρώτα τους ζητούσαν
τις ταυτότητες. Όλοι κατέθεταν, ότι
είναι βοσκοί και φύλαγαν τα ποίμνιά τους. Τότε άρχισαν να καταφθάνουν
διάφοροι Ανωγειανοί από το χωριό με τις
ταυτότητες των κρατουμένων. Μετά την ταυτοποίησή τους άρχισαν να τους αφήνουν ελεύθερους,
γιατί δεν τους βρήκαν ενοχοποιητικά στοιχεία. Στο τέλος κράτησαν την Ελένη
Δακανάλη και το Μιχάλη Βρέντζο. Η Ελένη τους έλεγε, ότι πήγε φαγητό στον αδελφό της Νικολή, ο οποίος με τη
σειρά του επιβεβαίωνε τα λεγόμενα της αδελφής του. Οι Γερμανοί όμως είχαν
σχηματίσει τη γνώμη, ότι η Ελένη είχε πάει, να ειδοποιήσει τους αντάρτες για
την ύπαρξη των Γερμανών. Οι υποψίες των Γερμανών ήταν απολύτως σωστές, γιατί
στην πραγματικότητα η Ελένη είχε πάει να
ειδοποιήσει τους αντάρτες, το φαγητό που κρατούσε ήταν το άλλοθι. Οι αντάρτες
πρόλαβαν και κρύφτηκαν στη «σπηλιάρα» που είναι στην περιοχή του Γαβρίλη. Η Ελένη
σε μια στιγμή απελπισίας, είπε χαμηλόφωνα
στον αδελφό της Νίκο. «Μα αφού σου έφερα
φαγητό, λες να μας σκοτώσουν οι Γερμανοί;».
Τότε ένας γερμανός της είπε: «Σκάσε!». Μάλλον δεν ήταν Γερμανός, αλλά Έλληνας προδότης που φορούσε γερμανική στολή και ο οποίος παρακολουθούσε τι έλεγαν. Ίσως ήταν ο σωτήρας
της, γιατί σε λίγο την άφησαν ελεύθερη. Κράτησαν μόνο το Μιχάλη Βρέντζο, τον οποίο
οδήγησαν στο οροπέδιο της Νίδας, που ήταν το σημείο συγκέντρωσης όλων των Γερμανών. Όσα αιγοπρόβατα συναντούσαν στο δρόμο τα οδηγούσαν μαζί τους.
Ένα
άλλο απόσπασμα Γερμανών συνέλαβε τον αδελφό του Μιχάλη, Γιώργη Βρέντζο ή
Τηγανίτη. Τον ανέκριναν στη Νίδα και την ώρα της ανάκρισης άκουσε δυο πυροβολισμούς
να έρχονται από μακριά. Ο ψυχωμένος ορεσίβιος
βοσκός του Ψηλορείτη άρχισε να σκέφτεται την απόδραση του. Το είπε στους
Ανωγειανούς οδηγούς των Γερμανών Νικόλα Ξημέρη ή Κουκιαδονικόλα και Μιχάλη
Κεφαλογιάννη ή Χρονομιχάλη. Τα ξημερώματα βρήκε κάποια ευκαιρία, το έβαλε στα
πόδια και έφυγε, χωρίς να πάρει χαμπάρι κανείς Γερμανός.
Μαζί με
τους Γερμανούς ήταν ο αρχιπροδότης Μαγιάσης
ο οποίος ανέκρινε το Μιχάλη Βρέντζο και του λέει: «Εσύ Βρέντζο ετάισες πέρυσι τους
αντάρτες; Απαντά ο Μιχάλης, πως δεν εκάτεχε ποιοί ήτανε, λέει του, εμείς στον
τόπο μας το έχουμε συνήθεια, παρατήρημα, να φιλεύομε και να φιλοξενούμε κάθε
περαστικό και δεν ρωτάμε ποιος είναι, ούτε και που πάει. Ο Μαγιάσης επέμενε,
λέει του πως εκάτεχε ότι ήτανε αντάρτες. Και ο Μιχάλης επέμενε, δεν ήξερα, του
λέει. Ήξερες, λέει ο ένας, δεν ήξερα λέει ο άλλος. Τελικά του λέει: Όταν σου
λέω, πήγαινε στην πίσσα, θα πηγαίνεις στην πάνω μπάντα, στην κορφή κι όταν σου λέω, πήγαινε στον Παράδεισο,
θα-ν-έρχεσαι κοντά μου. Στην πάνω μπάντα έστεκε ένας γερμανός με ταχυβόλο. Ο
Μαγιάσης έβαλε τον αδελφό μου να πηγαίνει πάνω-κάτω, πάνω –κάτω. Άνοιξε δρομάκι
να πηγαινοέρχεται. Πάνω-κάτω, πάνω κάτω, συνέχεια. Στα στερνά αναγκάστηκε και
διαμαρτυρήθηκε. Τραβά τότε το πιστόλι ο Μαγιάσης και τον πυροβολεί στο αυτί.
Τον ρίχνει κάτω, του δίνει και τη χαριστική βολή. Το κοπέλι από τις Καμάρες, το
κουμπαράκι μας τα θώρειε όλα αυτά. Για να μη μαρτυρήσει βγάνει ο Μαγιάσης το
όπλο να το σκοτώσει. Ξεσηκώθηκαν τότε οι Γερμανοί, αντέδρασαν, δεν άφησαν να το
κάνει και το κοπέλι γλίτωσε…..». Τα
παραπάνω τα αφηγήθηκε ο ίδιος ο Τηγανίτης για πρώτη και τελευταία φορά στο
δημοσιογράφο Νίκο Ψιλάκη το Φθινόπωρο του 1982, ύστερα από μεσολάβηση του
Γιάννη Καλομοίρη ή Τσικ από τα Ανώγεια. (Πηγές:ΚΡΗΤΙΚΟ
ΠΑΝΟΡΑΜΑ τεύχος 34 Οκτ/βριος – Ν/βριος 2009, σελίδες 98-119).
Ο
Τηγανίτης πήγε στη Νίδα και αναζητούσε τον αδελφό του, γιατί είχε χαθεί, αλλά
δεν τον βρήκε πουθενά. Πήγε μετά στο Ηράκλειο να συναντήσει ένα γνωστό
γκεσταπίτη, να μάθει μήπως είναι κρατούμενος σε κανένα στρατόπεδο. Έξω από το
σπίτι του ήταν ουρές ο κόσμος και έφυγε. Φτάνει στην πλατεία Λιοντάρια του
Ηρακλείου, εκεί συνάντησε τον κουμπάρο του Κυριακομιχάλη από τις Καμάρες και
αγκαλιάστηκαν. «Κουμπάρε Γιώργη» του
λέει «Χαίρομαι που σε βλέπω ζωντανό»
. «Εμείς
σε κατέχαμε σκοτωμένο, εμάθαμε στο χωριό πως σε σκότωσαν οι Γερμανοί».
Σάλεψε ο νους του και πήγε στο κακό για τον αδελφό του. Του διηγήθηκε ο
κουμπάρος του, τι τους είχε πει ένας νεαρός βοσκός, που τον είχαν πάρει οι
γερμανοί ως οδηγό και επέστρεψε από τη Νίδα στο χωριό ταραγμένος. Ήταν σίγουρος
πια, ότι το κοπέλι είχε κάνει λάθος το όνομα.
Πήγε στο
Γενί Καβέ (σήμερα Δροσιά) στο φρούραρχο Γερμανό Σήφη και του είπε, για το
Μιχάλη που χάθηκε στη Νίδα, χωρίς να πει, ότι ήταν αδελφός του. Άρχισε να του
αραδιάζει επιχειρήματα, ότι ο νεκρός δεν έπρεπε να μείνει άταφος, δεν το άντεχε
αυτό κανείς Κρητικός, να ξέρει πως ένα κουφάρι κείτεται στο χώμα ακάλυπτο.
Πείστηκε ο Σήφης και τη μεθεπομένη
ξεκίνησε ένα απόσπασμα από το Γενί Καβέ με οκτώ Γερμανούς στρατιώτες, ο Σήφης,
ο Τηγανίτης, ο Γιάννης Βρέντζος ή Λοντρογιάννης, Ο Γιάννης Φασουλάς ή
Νταμπακογιάννης, ο Μιχάλης Καλλέργης ή Μακρομανώλης, ο Γιάννης Σμπώκος ή
Μπατζογιάννης, ο παπά Γιώργης Ανδρεαδάκης και ο Μανώλης Κωνιός που εκτελούσε
χρέη διερμηνέα (ήταν αιχμάλωτος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ήξερε γερμανικά).
Τον βρήκαν σκοτωμένο κοντά στο Ιδαίο Άντρο με δυο σφαίρες, όσοι και οι
πυροβολισμοί που είχε ακούσει. Άνοιξαν ένα λάκκο δίπλα στην εκκλησία της
Αναλήψεως και τον έθαψαν. Ο Τηγανίτης συνεχίζει την αφήγησή του λέγοντας: «Τα ρούχα του ξεσκισμένα, ο μπέτης του
φαίνονταν ξεγυμνωμένος στο στήθος, πάνω στη ρόγα, ήταν καρφωμένος ένας κάλυκας.
Μερικοί δεν άντεξαν στο θέαμα και ξέσπασαν σε λυγμούς. Ακόμα και ο Σήφης, ο
Γερμανός φρούραρχος, συγκλονίστηκε. Δεν πίστευε στα μάτια του….. Τον θάψαμε,
εγώ δεν άντεχα να μην τον αγγίξω, πρόλαβα και τον ακούμπησα στο χέρι. Το δέρμα
του εμαδούσε…..».
Στο
σπίτι του ο Τηγανίτης είχε κορνιζωμένες
τις παρακάτω μαντινάδες.
Ένας αητώς τω Βρέντζηδων
Μέσα στο δικαστήριο
σκότωσε το Μαγιάση. γιατί ΄χενε σκοτώσει.
Κι΄ όλοι μαζί φωνάζαμε Κι΄ έπρεπε οπωσδήποτε
η χέρα του ν΄ αγιάσει. αίμα κι΄ αυτός να δώσει.
Τις μαντινάδες
έγραψε ο μαντιναδολόγος Μανώλης Κων. Δακανάλης ή Μπακάλης από το χωριό Μαδέ και ο μοναχός Γαβρίλης
Μαμουγιώργης της Ιεράς μονής Επανωσήφη, τις
έγραψε με καλλιγραφικά γράμματα.
Ο
Τηγανίτης αναζήτησε το Μαγιάση μέχρι που φόρεσε στολή Χωροφύλακα και πήγαινε
στις υπηρεσίες της Χωροφυλακής στα κελιά, αλλά δεν τον βρήκε πουθενά.
Ο
αρχιπροδότης Μαγιάσης που κατάγονταν από την Ηπειρωτική Ελλάδα, μετά την κατοχή
φόρεσε στολή ΕΛΑΣίτη στην Αθήνα και πήγε να διαπραγματευτεί στο πρακτορείο
μεταφορών του Μαμαλάκη, να του μεταφέρει μεγάλη ποσότητα ελαιολάδου στην
Πελοπόννησο. Ο Μαμαλάκης φρόντισε και ενημέρωσε τον ΕΛΑΣ, γιατί του φάνηκε
ύποπτος και τον συνέλαβαν την επομένη που ξαναπήγε στο πρακτορείο.
Στις 30
Απριλίου 1947 είχε προσδιοριστεί στο δικαστήριο δοσίλογων του Ηρακλείου η δίκη
του Μαγιάση. Ο Τηγανίτης ήταν μάρτυρας κατηγορίας και παρά τα αυστηρά μέτρα
ασφαλείας στο διάλειμμα που ήταν άδεια η
αίθουσα, πέρασε μέσα ένα μαχαίρι, το οποίο κάρφωσε πίσω χαμηλά στην πόρτα. Πάνω
στην αλλαγή των μαρτύρων πήρε με τρόπο το μαχαίρι, χωρίς να τον αντιληφθεί η φρουρά του δικαστηρίου. Ο Πρόεδρος μόλις
ήρθε η σειρά του, τον κάλεσε να καταθέσει. Τον ρώτησε. «Τι γνωρίζετε λοιπόν». Δεν απάντησε. Όλοι τον κοίταξαν. Σαν αστραπή
βγάζει το μαχαίρι και το καρφώνει στην κοιλιά του Μαγιάση. Τον κτύπησε ένας
χωροφύλακας με το υποκόπανο του όπλου του στο κεφάλι και ένας άλλος στο δεξί
του χέρι. Πιάνει το μαχαίρι με το αριστερό χέρι και δίνει στο Μαγιάση δεύτερη μαχαιριά.
Ο Μαγιάσης πέθανε στο νοσοκομείο μετά από λίγες ώρες. Ένας Κλάδος χωροφύλακας
φώναξε : «Μην τον πειράξετε, γιατί οι
Ανωγειανοί έχουν ζώσει το δικαστήριο». Το έλεγε ψέματα, αυτό το ψέμα όμως
έκανε να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Στο ακροατήριο άλλοι χειροκροτούσαν και άλλοι
φώναζαν μπράβο!!!
Στα
Χανιά στο Εφετείο που γίνονταν η δίκη, ο
Εισαγγελέας πρότεινε θανατική ποινή. Τότε μπήκε στην αίθουσα του δικαστηρίου ο
Καπετάν Παύλος Γύπαρης, έβγαλε ένα χαρτί και το έδωσε στον Πρόεδρο του
δικαστηρίου. Ήταν η απόφαση του Συμμαχικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής, που
καλούσε τους Κρητικούς, να σκοτώσουν το Μαγιάση και τους άλλους γκεσταπίτης. Επομένως δεν επρόκειτο για φονικό και τον
αθώωσαν.-
Πηγές: 1.-Από
το ανέκδοτο βιβλίο ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΑΝΩΓΕΙΩΝ 1941-1944 σελίδες 51-56 του Δακανάλη Μανόλη.
2. ΚΡΗΤΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ τεύχος 34
Οκ/βριος-Ν/βριος 2009 σελίδες 98-119, δημοσιογράφος Νίκος Ψιλάκης.
Γιώργης Βρέντζος ή Τηγανίτης |
Οροπέδιο της Νίδας. |
Η εκκλησία της Αναλήψεως |
Ανάληψη και το μνήμα του Βρέντζου |
Ιδαίο Άντρο |
Μιτάτο της Νίδας |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου