Σελίδες

Τρίτη 26 Μαΐου 2020

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

                                 Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

                     Του Δακανάλη Μανόλη πρώην Αγρονόμου

      Ο Χίτλερ  βλέποντας ότι οι Ιταλοί δεν μπορούσαν, να κατακτήσουν την Ελλάδα, αποφάσισε να επέμβει ο ίδιος δυναμικά με τη σύγχρονη πολεμική μηχανή του. Τα ξημερώματα στις 6 Απριλίου 1941 τα οχυρά μας Ρούπελ, Παλιουριώνες και Ιστίμπεη κατά μήκος των συνόρων με τη Βουλγαρία, δέχτηκαν ισχυρό βομβαρδισμό πυροβολικού και αεροπορίας από τους Γερμανούς. Παρά τις  απανωτές επιθέσεις δεν μπόρεσαν να τα καταλάβουν και είχαν μεγάλες απώλειες. Στις εκκλήσεις των Γερμανών να παραδώσουν το Ρούπελ ο διοικητής ταγματάρχης Γεώργιος Δουράτος τους απάντησε: «Τα οχυρά δεν παραδίδονται, αλλά καταλαμβάνονται». Τα οχυρά όμως παραδόθηκαν στις 9 Απριλίου, αφού επίσημα πληροφορήθηκαν τη συμφωνία των Γερμανών με το στρατηγό Τσολάκογλου. (Πηγές: ΜΑΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ).

      Στις 27 Απριλίου του 1941 οι Γερμανοί ύψωσαν τη Γερμανική σημαία πάνω στον Ιερό βράχο της Ακρόπολης. Την νύχτα στις 30-31 Μαΐου 1941 κατέβασαν τη σβάστικα  από την Ακρόπολη οι ήρωες φοιτητές Μανώλης Γλέζος και Λάκης Σάντας.

      Η Κρήτη βρίσκεται σε στρατηγικό σημείο της Μεσογείου και αποτελεί τμήμα της προστατευτικής γραμμής Γιβραλτάρ-Μάλτα-Κρήτη-Κύπρος-Συρία. Μόνο με την κατάληψη της Κρήτης μπορούσαν οι Γερμανοί, να εκτελούν μεταφορές από το Σουέζ προς την Ινδία, Ωκεανία και Νότιο Αφρική.

      Στην Κρήτη  μετά την Ιταλική εισβολή  εναντίον της Ελλάδας,  έφθασαν εγκαίρως Άγγλοι αξιωματικοί, Βρετανικά στρατεύματα και οπλισμός προκειμένου να ενισχύσουν την άμυνα του νησιού.

      Υπό τις διαταγές της Στρατιωτικής Διοίκησης Κρήτης παρέμειναν τα έμπεδα Χανίων, Ηρακλείου και Ρεθύμνου. Τον  Μάρτιο 1941 για ενίσχυση ήλθε στην Κρήτη  η Σχολή Χωροφυλακής με δύναμη 900 ανδρών και η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων που εγκαταστάθηκε στο Κολυμπάρι.  Εκτός των παραπάνω μονάδων μεταφέρθηκαν στο νησί και πέντε τάγματα εκπαιδεύσεως.

      Τα αντιτορπιλικά  «Βασιλέας Γεώργιος» και «Βασίλισσα Όλγα» μετέφεραν τον Χρυσό της Ελλάδας περίπου 17,5 τόνους, στις  αρχές Φεβρουαρίου 1941 στο  υποκατάστημα της Τραπέζης της Ελλάδας Ηρακλείου. Από εκεί άρχισαν τα περιπετειώδη ταξίδια του χρυσού, στη Σούδα με το αγγλικό ρυμουλκό «Σάλβυα» στην Αλεξάνδρεια και κατέληξε στο Γιοχάνεσμπουργκ στη Νότιο Αφρική.

      Ο Βασιλιάς Γεώργιος ο Β΄, ο Πρίγκιπας Πέτρος, ο Πρωθυπουργός Εμμ. Τσουδερός  και η ακολουθία των, με Βρετανικό υδροπλάνο προσθαλασσώθηκαν στον κόλπο της Σούδας στις 22 Απριλίου. Ανέβηκαν στον Ομαλό και διανυκτέρευσαν στον οικισμό  Σαμαριά στο σπίτι των Βίγληδων.  Από το σημείο αυτό έστειλαν το τελευταίο μήνυμα για αντίσταση του λαού κατά των κατακτητών Γερμανών. Από την  Αγία Ρουμέλη επιβιβάστηκαν σε Βρετανικό αντιτορπιλικό και κατέπλευσαν στις 23 Μαΐου 1941  στην Αλεξάνδρεια[1].

     Στις 25 Απριλίου υπό την πίεση της Γερμανικής μηχανής άρχισε η εκκένωση της ηπειρωτικής Ελλάδας και έφθασαν στην Κρήτη 30.000, Άγγλοι, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες. Στις 30 ιδίου μήνα ο Νεοζηλανδός στρατηγός Μπέρναντ Φράιμπεργκ διορίστηκε διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στην Κρήτη.

     Οι συμμαχικές δυνάμεις που υπερασπιζόταν την Κρήτη ανέρχονταν σε 28.600 Βρετανούς, Αυστραλούς, Νεοζηλανδούς στρατιώτες και 11.500 Έλληνες, εκτός της πολιτοφυλακής. Οι παραπάνω δυνάμεις μειονεκτούσαν σε αντιαεροπορικά, βαρύ οπλισμό και είχαν μόνο 16 άρματα μάχης.

      Οι Κρήτες στρατιώτες της 5ης Μεραρχίας που πολεμούσαν στο μέτωπο της Αλβανίας με την κατάρρευση του μετώπου εγκαταλείφθηκαν στη μοίρα τους. Ο κίνδυνος εγκλωβισμού στην ηπειρωτική Ελλάδα ήταν μεγάλος.  Χιλιάδες στρατιώτες που δεν κατάφεραν να επιστρέψουν  στο νησί εγκλωβίστηκαν στην Αθήνα. Αρκετοί από αυτούς πέθαναν από την πείνα και το βαρύ χειμώνα του 1941-42 ή αιχμαλωτίστηκαν. Άλλοι από αυτούς ναύλωναν καΐκια από την Πελοπόννησο, ταξιδεύοντας νύχτα για να αποφύγουν τους βομβαρδισμούς των Γερμανών και επέστρεφαν στην Κρήτη.

      Οι Ελληνικές δυνάμεις συγκροτήθηκαν πρόχειρα με πενιχρά και παλαιά πολεμικά μέσα. Η εθελουσία συμμετοχή του Κρητικού λαού στον αγώνα, αντιμετωπίζοντας τον εισβολέα με κάθε διαθέσιμο μέσο, για πρώτη φορά έδωσαν περιεχόμενο στην έννοια του λαϊκού πολέμου. O οπλισμός που κατείχαν στα χέρια των οι Κρητικοί (ιδιωτικός) ήταν ελάχιστος, γιατί το καθεστώς της 4ης Αυγούστου (Μεταξά) τον είχε μαζέψει από την Κρήτη μετά το κίνημα των Χανίων το 1938. Εκτελούσαν όμως τους αλεξιπτωτιστές με  μπαστούνες, σκαπτικά εργαλεία και άλλα φονικά όργανα και οπλίζονταν με τα όπλα των. Εδώ ταιριάζει το τραγούδι του Κώστα Μουντάκη «Χίτλερ να μην το καυχηθείς πως πάτησες την Κρήτη, ξαρμάτωτη την εύρικες και λείπαν τα παιδιά της κλπ».

      Η συνολική δύναμη του Άξονα που πήρε μέρος στην επιχείρηση Ερμής ανερχόταν σε 22.750 άνδρες, από τους οποίους οι 14.000 ήταν αλεξιπτωτιστές, 1.370 αεροπλάνα και ανεμοπλάνα και 70 πλοία[2].

 

      1η ημέρα: Την 0630 ώρα της 20ης Μαΐου 1941  ο Αρχηγός των Γερμανικών δυνάμεων Στρατηγός Κούρτ Στούντεντ δημιουργός της μεραρχίας αλεξιπτωτιστών, έριξε στην Κρήτη από τον ουρανό περίπου 3.000 αλεξιπτωτιστές.

      Η επιχείρηση ΕΡΜΗΣ για επίθεση κατά της Κρήτης έγινε σε δύο κύματα, γιατί δεν επαρκούσαν τα μεταγωγικά αεροσκάφη για ταυτόχρονη επίθεση. Τα σμήνη των αεροπλάνων Λουφτβάφε κατέκλισαν τον εναέριο χώρο της περιοχής Σούδας-Χανίων και άρχισαν σφοδρό βομβαρδισμό και πολυβολισμό κατά των θέσεων πυροβολικού και τμημάτων αμύνης κυρίως γύρω από το αεροδρόμιο Μάλεμε. Επίσης σφοδρώς βομβαρδίζονταν και η πόλη των Χανίων. Ο βομβαρδισμός αυτός  τροφοδοτούμενος συνεχώς δια της αφίξεως νέων σμηνών εξελίχθηκε σε καταιγισμό πυρών. Τα βομβαρδιστικά αεροπλάνα έριχναν τις βόμβες κατά πυροβολείων, πλοίων και αποθηκών. Τα αεροπλάνα διώξεως πετούσαν σε χαμηλό ύψος και πυροβολούσαν κάθε κινούμενο στόχο έμψυχο ή άψυχο και ζώα. Ο συνεχιζόμενος βομβαρδισμός έφθασε στο κατακόρυφο, όταν πέντε βαρέα βομβαρδιστικά εξαπέλυσαν μια σειρά βομβών των χιλίων κιλών στις περιοχές Ταυρωνίτη και Πλατανιά.

     Τα μαχητικά και βομβαρδιστικά αεροπλάνα αποχωρούσαν προσωρινά. Σμήνη  από μεταγωγικά αεροπλάνα Γιούγκερ 52 κατέφθαναν με ρυμουλκούμενα ανεμοπλάνα. Τα ανεμοπλάνα απελευθέρωναν την ρυμούλκα και μετά την  προσγείωση των, έριχναν τα μεταγωγικά τους αλεξιπτωτιστές. Τα περισσότερα προσγειώθηκαν στην περιοχή της Αγυιάς, στο Ακρωτήρι, νότια και δυτικά των Χανίων. Ταυτόχρονα με τη ρίψη των αλεξιπτωτιστών ρίπτονταν κιβώτια με οπλισμό, πυρομαχικά, υγειονομικά εφόδια, στοιχεία πυροβόλων, όλμων και μοτοσυκλέτες[3].  

     Οι ελληνοβρετανικές δυνάμεις αμέσως άρχισαν την εκτόξευση αντιαεροπορικών πυρών, ενώ οι μονάδες πεζικού προσέβαλαν με δραστικά πυρά τους αλεξιπτωτιστές στον αέρα και στο έδαφος. Οι συμμαχικές δυνάμεις στερούνταν αεροπορικής υποστήριξης και είχαν πενιχρά αντιαεροπορικά μέσα. Στη θάλασσα όμως κυριαρχούσε το Βασιλικό Ναυτικό της Αγγλίας. Από τις πρώτες ώρες της μάχης καταστράφηκαν οι διαβιβάσεις των συμμάχων, έτσι υπήρξε έλλειψη συντονισμού των μονάδων και ήταν ένας λόγος  για το ατυχές αποτέλεσμα της μάχης.

      Στο Μάλεμε η ομάδα Κομήτης, υπό τον Υποστράτηγο Μάιντλ, κατέλαβε την γέφυρα του ποταμού Ταυρωνίτη και το Αγγλικό στρατόπεδο της ΡΑΦ, αλλά δεν μπόρεσε να καταλάβει το αεροδρόμιο. Μέχρι τις απογευματινές ώρες η μάχη για το ύψωμα 107 που δεσπόζει του αεροδρομίου, ήταν σκληρή με τους Νεοζηλανδούς να προτάσσουν σθεναρή άμυνα. Η φθορά που είχαν υποστεί οι δυνάμεις των αμυνομένων στο ύψωμα 107, έκανε το διοικητή τους να αμφιβάλει για το πόσο μπορούσε να αντέξει νέα γερμανική επίθεση την επόμενη μέρα, με αποτέλεσμα την νύχτα να απαγκιστρωθεί από το ύψωμα.

      Δυτικά του Μάλεμε, στο Κολυμπάρι, η ελληνική Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων απέκρουσε με επιτυχία τους Γερμανούς, αλλά οι απώλειές της και η έλλειψη πυρομαχικών την ανάγκασαν σε σύμπτυξη σε νέα τοποθεσία.

       Στην περιοχή της Αγυιάς, διεξήχθησαν σφοδρές μάχες ολόκληρη τη μέρα. Το 6ο Ελληνικό Σύνταγμα Πεζικού κατείχε τα υψώματα νότια του χωριού Γαλατά. Βρέθηκε όμως μέσα στην ζώνη προσγείωσης του όγκου των Γερμανών αλεξιπτωτιστών της ομάδας Άρης και δέχονταν αλλεπάλληλες επιθέσεις. Ο διοικητής, ο υποδιοικητής, ένας διοικητής λόχου και πολλοί διμοιρίτες του Συντάγματος ήταν μεταξύ των πρώτων νεκρών. Ο άνισος αγώνας υποχρέωσε το σύνταγμα σε σύμπτυξη προς το Γαλατά. Οι Γερμανοί παρά τις σοβαρές απώλειες που είχαν, σταθεροποιήθηκαν στην περιοχή των φυλακών της Αγυιάς και απέκρουσαν αντεπίθεση  Νεοζηλανδικού τάγματος το βράδυ.

     Η επίθεση για την κατάληψη της Σούδας και των Χανίων απέτυχε με μεγάλες απώλειες για τους αλεξιπτωτιστές, αναγκάζοντας τους Γερμανούς  να οργανωθούν αμυντικά στην περιοχή των φυλακών Αγυιάς.

      Ο στρατηγός Στούντεντ αποφάσισε την αεραπόβαση τμημάτων της 5ης Ορεινής Μεραρχίας στο Μάλεμε από την Τανάγρα. Από της 16,00 άρχισαν οι σχηματισμοί μεταφοράς του Τάγματος Ορεινών Κυνηγών στο αεροδρόμιο του Μάλεμε. Και περί ώρα 17.00 είχε συμπληρωθεί η αποβίβαση[4].

 

2η ημέρα: Οι Γερμανοί εγκαταστάθηκαν στο λόφο 107, που δεσπόζει στο Μάλεμε χωρίς αντίσταση. Ποτέ δεν έγινε αντεπίθεση από του Νεοζηλανδούς για ανακατάληψη του υψώματος 107 και σε αυτό αναρωτιούνται στρατιωτικοί, ιστορικοί, ξένοι ερευνητές, αλλά και ο ίδιος ο Στούντετ όπως θα δούμε παρακάτω. Σε αντίθετη περίπτωση ίσως να ήταν διαφορετική η έκβαση της μάχης.

      Από της 18.00 ώρας τα μεταγωγικά Γιούνκερ άρχισαν, να προσγειώνονται στο αεροδρόμιο  Μάλεμε κάτω από τα σφοδρά πυρά των Συμμάχων. Επειδή υπήρχε συνωστισμός στο διάδρομο, πολλά αεροπλάνα προσγειώνονταν στην παραλία, ενώ άλλα προσθαλασσώνονταν φλεγόμενα. Κάποια αποβίβαζαν άνδρες και υλικό και αμέσως απογειώνονταν, άλλα τροχοδρομούσαν πηδώντας οι άντρες στο έδαφος και απογειώνονταν.

     Δύο γερμανικές νηοπομπές από 60 βενζινοκίνητα καΐκια με συνοδεία Ιταλικών τορπιλακάτων, που ξεκίνησαν από Χαλκίδα και Πειραιά μεταφέροντας δύο τάγματα ορεινών καταδρομέων, επισημάνθηκαν από το βρετανικό στόλο, ο οποίος βύθισε 15 από αυτά, τα δε υπόλοιπα αναγκάσθηκαν να καταφύγουν στη Μήλο. Πολλοί πνίγηκαν μπροστά στα μάτια των αλεξιπτωτιστών που πετούσαν από πάνω τους με τα Γιούνκερ προς την Κρήτη.

      Οι Γερμανοί άρχισαν να καταλαμβάνουν το ένα μετά το άλλο τα στρατηγικά σημεία της Κρήτης. Παρά το ότι οι συμμαχικές δυνάμεις πολέμησαν γενναία, δεν μπόρεσαν να τα κρατήσουν. Στις 28 Μαΐου οι σύμμαχοι άρχισαν την εκκένωση της Κρήτης. Το δρομολόγιο που ακολούθησαν προέβλεπε τη διαδρομή, Σούδα-Στύλος-Ασκύφου-Χώρα Σφακιών. Από εκεί αναχωρούσαν με πλοία  για την Αλεξάνδρεια, η εκκένωση τέλειωσε τη νύχτα της 31ης. Την 1η Ιουνίου 1941 τα απομεινάρια του Συμμαχικού Στρατηγείου ύψωσαν τη λευκή σημαία παράδοσης στα Σφακιά. Οι περίπου 5.000 στρατιώτες που παρέμειναν στην Κρήτη δεν πιάστηκαν όλοι αιχμάλωτοι, άλλοι έφυγαν με πλωτά μέσα, άλλοι κρύφθηκαν από τους Κρητικούς και αργότερα φυγαδεύτηκαν στη Μέσα Ανατολή.

      Το Βασιλικό Ναυτικό στην προσπάθεια του να σώσει όσο πιο πολλούς μπορούσε, έπαθε σοβαρές ζημιές από τους βομβαρδισμούς. Συνολικά σώθηκαν 16.500 άντρες, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και 2000 Έλληνες.

 

      Στον Τομέα του Ρεθύμνου. Από την 16,00 ώρα καταδιώχτηκα και βομβαρδιστικά βομβάρδισαν και πολυβόλησαν τη γύρο περιοχή του αεροδρομίου στο Ρέθυμνο χωρίς θετικό αποτέλεσμα λόγω αποκρύψεως των θέσεων. Από την 1615  ώρα,  161 μεταφορικά αεροσκάφη πραγματοποίησαν ρίψη αλεξιπτωτιστών και στρατιωτικού υλικού στην περιοχή του Ρεθύμνου-Σταυρωμένου. Ένα τμήμα αλεξιπτωτιστών αφού επιτέθηκε κατά άοπλου σχεδόν Έμπεδου Τάγματος, το διέλυσαν και αιχμαλώτισαν τον ταγματάρχη και το 2ο λόχο. Στη συνέχεια κατέλαβαν τα χωριά Περβόλια και Καστελάκια και συνέχισαν την επίθεση προς το Ρέθυμνο. Αποκρούστηκε όμως από το Τάγμα Οπλιτών Χωροφυλακής με σημαντικές απώλειες και για τις δύο πλευρές.

      Έλληνες και Αυστραλοί απέκρουσαν με επιτυχία την επίθεση σε λόφο δυτικά του αεροδρομίου του Ρεθύμνου, συλλαμβάνοντας 80 αιχμαλώτους. Οι Γερμανοί  είχαν σοβαρές απώλειες, που ανήλθαν στο ένα τρίτο της δύναμής τους,  κατάφεραν όμως να καταλάβουν το χωριό Αμπελάκια και έναν λόφο ανατολικά του αεροδρομίου.

     Τη νύχτα της 29 προς 30 Μαΐου το μηχανοκίνητο απόσπασμα του ταγματάρχη Βίτμαν εισήλθε και κατέλαβε την πόλη του Ρεθύμνου. Την επομένη μέρα ο συνταγματάρχης Κάμπελ βλέποντας ότι δεν μπορούσε να αμυνθεί κατά των Γερμανών και προς αποφυγή άσκοπης αιματοχυσίας, δήλωσε στους αξιωματικούς του, ότι τους αφήνει ελεύθερους να πράξει ο καθένας κατά συνείδηση. Ο ίδιος με το μεγαλύτερο μέρος της μονάδας του παραδόθηκε στους Γερμανούς.

     Τμήματα του λόχου Όννερ αντιστάθηκαν γενναίως στα Περβόλια κατά των Γερμανών. Στο τέλος άλλοι παραδόθηκαν, ενώ ο διοικητής του τάγματος με στρατιώτες πήραν τα βουνά[5].

      Στον Τομέα Ηρακλείου. Η επίθεση της ομάδας Ωρίων ξεκίνησε στις 15,00 ώρα, με την πόλη του Ηρακλείου να δέχεται για μία ώρα σφοδρό βομβαρδισμό, που της προκάλεσε σοβαρές καταστροφές. Η ρίψη των αλεξιπτωτιστών έγινε στις 16,00, λόγω όμως της επιβράδυνσης απογείωσης των μεταφορικών αεροπλάνων από τα αεροδρόμια της ηπειρωτικές Ελλάδας, η από αέρος υποστήριξη κατά την προσγείωση των αλεξιπτωτιστών δεν κατέστη δυνατή.

      Ενώ ο βομβαρδισμός πραγματοποιήθηκε το τάγμα αλεξιπτωτιστών που είχε ως στόχο την κατάληψη του αεροδρομίου, εξοντώθηκε από βρετανικές και  αυστραλιανές δυνάμεις. Δύο τάγματα αλεξιπτωτιστών (μειωμένης δύναμης) υποχρεώθηκαν σε αμυντική στάση, λόγω των επιθέσεων που δέχτηκαν από τολμηρούς ένοπλους Κρητικούς, χωροφύλακες και οπλίτες του 7ου Ελληνικού Συντάγματος Πεζικού[6].

      Ένα τάγμα αλεξιπτωτιστών προσγειώθηκε δυτικά του αεροδρομίου. Δέχτηκαν επίθεση από Αυστραλιανούς και Έλληνες πεζομάχους του 7ου συντάγματος πυροβολικού. Διασώθηκαν ελάχιστες ομάδες του τάγματος και το τάγμα διαλύθηκε, διότι 12 αξιωματικοί και 300 οπλίτες είχαν φονευθεί, ενώ 8 αξιωματικοί και 100 οπλίτες είχαν τραυματιστεί. Διασώθηκαν 70 αλεξιπτωτιστές και με ένα λοχαγό ανέβηκαν στο ύψωμα 182 (Κοπράνα) νοτιοανατολικά του αεροδρομίου.

      Ο τρίτος λόχος αλεξιπτωτιστών προσγειώθηκε στις Γούρνες-Κακό Όρος, δεν αντιμετώπισαν καμιά αντίσταση και κινήθηκαν να καταλάβουν το αεροδρόμιο Ηρακλείου. Εξουδετερώθηκαν όμως από τα πυρά του πεζικού και όλμων του πυροβολικού. Η επίθεση της ομάδας αλεξιπτωτιστών Ωρίων από τους αμυνόμενους αποκρούστηκε. Έτσι ουδείς αντικειμενικός στόχος των Γερμανών επετεύχθη. Οι Γερμανοί απώλεσαν περίπου 1.000 αλεξιπτωτιστές.

      Την 21η Μαΐου και ώρα 0900 οι Γερμανοί βομβάρδισαν το Ηράκλειο και προξένησαν σοβαρές ζημιές στο λιμάνι και στα τείχη του Ηρακλείου. Οι αμυνόμενοι στις πύλες του Ηρακλείου υπέστησαν σοβαρές απώλειες. Περί ώρα 10,00 οι Γερμανοί με διοικητή τον Σούλτζ επιτέθηκαν στην πόλη από δύο σημεία, οι οποίοι κατάφεραν και μπήκαν μέσα. Ακολούθησαν οδομαχίες μέχρι τη νύχτα και έπεσαν νεκροί και από τις δυο πλευρές. Τη νύχτα ο Σούλτζ απαγκιστρώθηκε στις περιοχές  Τσαλικάκι και Εσταυρωμένο. Από τους Έλληνες έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι στους δρόμους του Ηρακλείου ο ταγματάρχης Τζολάκης Μιχάλης, ο ανθυπολοχαγός Μανωλαράκης Ιωάννης και ο υπολοχαγός Μαρινέλης Ιωάννης.

      Αρκετά κυρίως γυναικόπαιδα υπό το φόβο των βομβαρδισμών εγκατέλειψαν το Ηράκλειο και βγήκαν στην ύπαιθρο για προστασία, συνελήφθησαν όμως από τους Γερμανούς ως αιχμάλωτοι. Ο φρούραρχος Ηρακλείου ταγματάρχης Τσαγκαράκης πήγε στις Γερμανικές γραμμές και απαίτησε από τον διοικητή την απελευθέρωση των αιχμαλώτων. Ο Σούλτζ δέχτηκε υπό τον όρο να του παραδώσει την πόλη. Ο φρούραρχος φυσικά απέρριψε την πρόταση.

     Στις 24 του μήνα το Ηράκλειο δέχθηκε πάλι σφοδρό βομβαρδισμό και υπήρξαν τεράστιες καταστροφές. Στις 25 οι βομβαρδισμοί επαναλήφθηκαν και ακολούθησε επίθεση κατά του Ηρακλείου, η οποία αποκρούστηκε. Τα Ελληνικά τμήματα αποσύρθηκαν στην περιοχή των Σπηλίων και Αρχανών.

     Οι Γερμανοί κατέλαβαν τον λόφο του Προφήτη Ηλία και εγκαταστάθηκαν. Τους επιτέθηκε το 7ο σύνταγμα, αλλά απέτυχε η προσπάθεια των Ελλήνων, λόγω ασθενών μέσων, εξαντλήσεως των πυρομαχικών και υπέστησαν αρκετές απώλειες. Την νύχτα συμπτύχθηκαν στο Μετόχι του Καπνιστού κατά διαταγή του υποστρατήγου Λιναρδάκη. Δεν υπήρχε πλέον δυνατότητα αναλήψεως επιθέσεως υπό των Ελλήνων και συμμάχων. Την 27η του Μαΐου  διατάχθηκε η εκκένωση του τομέα Ηρακλείου[7].  

     Στο Νομό Λασιθίου: Μετά την κατάληψη της Κρήτης  από του Γερμανούς στο Νομό Λασιθίου αποβιβάστηκε ένα σύνταγμα Ιταλών. Λίγες μέρες αργότερα έφτασε η Μεραρχία της Σιένας, η οποία απλώθηκε σε όλο το νομό. Έτσι το Λασίθι ήταν Ιταλοκρατούμενο.

 

Πολεμικές απώλειες.

      Οι απώλειες των συμμάχων σύμφωνα με την Ιστορία Στρατού είναι, Έλληνες νεκροί 426 και αρκετοί τραυματίες, νεκροί Βρετανοί 1.742, τραυματίες 1.737, αιχμάλωτοι 11.835. Βυθίστηκαν 2 καταδρομικά, 6 αντιτορπιλικά και απωλέσθησαν 2.000 αξιωματικοί και ναύτες[8].

     Οι απώλειες του Άξονα ανέρχονταν, σύμφωνα με την Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, σε 1.990 νεκρούς, 1.995 αγνοούμενους και σοβαρό αριθμό τραυματιών. Οι απώλειες σε αεροσκάφη ανήλθαν σε 220 τελείως κατεστραμμένα και 150 περίπου με σοβαρές ζημιές[9].

     Σύμφωνα όμως με το Γερμανό Στρατηγό Κούρτ Στούντεντ διοικητή της επιχείρησης, οι απώλειες των ανέρχονταν σε 4.000 νεκρούς και αγνοούμενους, εκτός των τραυματιών, επί συνόλου 22.000 ανδρών,  που κατέλαβαν την Κρήτη. Από αυτούς 14.000 χιλιάδες ήταν αλεξιπτωτιστές και στρατιώτες της 5ης Ορεινής Μεραρχίας [10].

     Στο Γερμανικό Νεκροταφείο Μάλεμε βρίσκονται οι τάφοι 4.465 αξιωματικών και στρατιωτών του Γερμανικού Στρατού, θύματα της Μάχης της Κρήτης και της κατοχικής περιόδου.

     Ο Χίτλερ πραγματοποίησε Πύρρεια νίκη με τον αποδεκατισμό που υπέστησαν οι μονάδες των αλεξιπτωτιστών, που χρησιμοποίησε για πρώτη φορά.  Στενοχωρήθηκε πολύ όπως γράφεται από τις βαρείες απώλειες και έλεγε συχνά, «Η ημέρα των αλεξιπτωτιστών παρήλθε» [11]

      Ο Στούντετ λέει: «Αν ο εχθρός είχε ενεργήσει μια οργανωμένη αντεπίθεση κατά τη διάρκεια αυτής της νύχτας ή στις 21 Μαΐου, ήταν πολύ πιθανό να  είχε  πετύχει τη συντριβή

των πολύ κουρασμένων και εξουθενωμένων υπολειμμάτων του Συντάγματος Εφόδου-

ιδιαίτερα επειδή έπασχαν από έλλειψη πυρομαχικών… Οι περισσότερες απώλειες οφείλονταν σε ανώμαλες προσγειώσεις-και αυτό γιατί στην Κρήτη πολύ λίγα σημεία είναι κατάλληλα και ο άνεμος φυσούσε συνήθως από το εσωτερικό προς τη Θάλασσα»[12].              

      Για μας τους Κρητικούς Η Μάχη της ΚΡΗΤΗΣ είναι ένας θρύλος, μια ιστορία, δύναμης ορμής και τόλμης που ξεπερνά τα όρια του δυνατού. Παράλληλα όμως είναι μια ιστορία γεμάτη με πόνους, δάκρυα, συντρίμμια, ερείπια, εκτελέσεις και φρικαλεότητες των Γερμανών. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, μπορούμε να πούμε, ότι η Μάχη της Κρήτης ήταν η «Μάχη των Μαχών».-  

     Ο Γερμανικός στρατός εφάρμοσε τα πρώτα σκληρά και απάνθρωπα αντίποινα κατά του Κρητικού λαού, γιατί ως ιδιώτες πήραν μέρος στον πόλεμο και επέφεραν βαριές  απώλειες στους στρατιώτες της Βέρμαχτ[1]. Έτσι στις 2-6-1941 εκτέλεσαν 23 άντρες στο χωριό Κοντομαρί, 43 πατριώτες στον Αλικιανό, ξεθεμελίωσαν την Κάνδανο και εκτέλεσαν 300 πατριώτες. Την 1-8-1941 στις όχθες του Κερίτη ποταμού εκτέλεσαν ομαδικά 118 πατριώτες από τα γύρω χωριά.

      Εκτελέσεις γίνονταν σε ολόκληρη την Κρήτη και όπως μας πληροφορεί Η Πανελλήνια Ένωση Θυμάτων Γερμανικής Κατοχής «Ο Φοίνικας», από τον Ιούνιο μέχρι τον Αύγουστο του 1941 εκτέλεσαν περισσότερους από 2.000 Κρητικούς.-

 

[1]  Ιστορία Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου Λίντελ  Χαρτ. σελ. 165-169.

 

ΠΗΓΕΣ: Βικιπαίδεια Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

             ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΡΑΤΟΥ, Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

             Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΛΟΦΟΥ, B. H. LIDDELL HART. 1948

             H ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ τόμος 2, Λιντελ Χαρτ 1989

             ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ.

   

 



[1] Ιστορία Στρατού σελ.11-12

[2] Βικιπαίδεια ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

[3] Ιστορία Στρατού σελ.38-39

[4] Μάχη της Κρήτης σελ.73-74.

[5] Ιστορία Στρατού σελ. 138-144.

[6]  Ιστορία Στρατού σελ.148-149.

[7]   Ιστορία Στρατού σελ.149-158

[8]   Βικιπαίδεια

[9]   Βικιπαίδεια

[10] Η Άλλη Πλευρά του Λόφου, σελ.300

[11]  Η Άλλη Πλευρά του Λόφου, σελ 300

 

                 
Στολή Γερμανού στρατιώτη

Γερμανοί

Στο Κοντομαρί

Εκτελέσεις στο Κοντομαρί

Επί σκοπό

Κηδεία Κρητικού

Γερμανοκό μεταγωγικό

Στο μέσω ο Στραγός Μπρώυερ

Γερμανοί με φέρετρα
Γεμανοί στο Ηράκλειο


Αεροδρόμειο Ηρακλείου

Ρίψη αλεξιπτωτιστών

Οι σύμμαχοι αποχωρούν



Γιούγκερ και ανεμοπλάνο

Κάνδανος

Γερμανοί αλεξιπτωτιστές



Σουγιάς Γερμανού στρατιώτη