Σελίδες

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ ΑΝΩΓΕΙΩΝ ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΙ ΛΕΤΙΤΣΙΑ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗ

MΙΧΑΛΗΣ   ΙΩΑΝΝΟΥ   ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ
 ή  ΣΤΑΥΡΑΚΗΣ
        Στις 20 Ιούνη 2016 οι Ανωγειανοί τίμησαν τους μεγάλους ευεργέτες του χωριού,  Μιχάλη και Λετίτσια Σταυρακάκη ή Σταυράκη για τη δωρεά του Γυμνασίου-Λυκείου Ανωγείων και της λειτουργίας τους. Η όλη δαπάνη του Γυμνασίου ανήλθε στο ποσό των 35.000 δολαρίων και τέλειωσε το 1954. Το 1937 δαπανά το ποσό των 2.000 δολαρίων για την ανέγερση του ηρώου Ανωγείων, εις ανάμνηση των υπέρ πατρίδας πεσόντων συμπολιτών του. Σήμερα το ηρώο βρίσκεται στη συνοικία Μετόχι.
        Τις εκδηλώσεις διοργάνωσε ο Δήμος Ανωγείων με τη συμπαράσταση της οικογένειας των Σταυρακάκηδων. Πριν την έναρξη της ημερίδας προς τιμή των δωρητών, πραγματοποιήθηκε τρισάγιο έξω από το χώρο του Σταυράκειου Γυμνασίου-Λυκείου από τους ιερείς Γιώργη Ανδρεαδάκη και Ανδρέα Κεφαλογιάννη. Μετά τη λήξη του τρισάγιου έγινε αναθεώρηση  της ονοματοθεσίας της οδού που περνάει έξω από το γυμνάσιο σε οδό «Μιχάλη και Λετίτσιας Σταυρακάκη».
       Ο δωρητής Μιχάλης Σταυρακάκης  δεν μπόρεσε να παραβρεθεί στα εγκαίνια του γυμνασίου που έγιναν στις 11 Σεπτεμβρίου 1955. Ήρθε αργότερα εκφράζοντας τη διαφωνία του για την τοποθεσία ανέγερσης του Γυμνασίου και είπε με χιούμορ στους Ανωγειανούς. «Εγώ μπρε επερίμενα να ανέβω σκάλες και όχι να κατέβω».
      Η τελετή των εγκαινίων του Γυμανασίου πραγματοποιήθηκε προεξάρχοντος  του  σεβασμιότατου Μητροπολίτη Ηρακλείου Ευγενίου, του αρχιμανδρίτη Νικολάου Ξένου αλλά και των ιερέων των Ανωγείων Γιώργη Ανδρεαδάκη και Μιχάλη Μανουρά. Στην τελετή παραβρέθηκαν ο αρχηγός της αεροπορίας υποπτέραρχος Μαργαρίτης, ο υποπτέραρχος Κωνιοτάκης, ο σμήναρχος Πασπαράκης, ο αντ/ρχος  Καλλέργης, ο Νομάρχης Ηρακλείου Ε. Γαλανάκης, οι βουλευτές Εμμ. Κοθρής, Κ. Μαρής και Μιχ. Σκουλάς, ο δήμαρχος Ηρακλείου Γεωργιάδης, ο Διοικητής Χωροφυλακής ταγματάρχης Γ. Καπετανάκης, ο Εκπαιδευτικός Σύμβουλος Τζομπανάκης εκπρόσωπος του Υπουργείου Παιδείας, ο Πρόεδρος του Συλλόγου των Ανωγειανών της Αθήνας Πασπαράκης και άλλοι. Τον πανηγυρικό εκφώνησε ο Γενικός Γραμματέας της Βουλής Μανόλης Κεφαλογιάννης.
      Ο γράφων θυμάται, ότι στα εγκαίνια παραβρέθηκε σύσσωμο το χωριό. Μετά την λήξη της τελετής ακολούθησε πλούσιο γεύμα μέσα στις τάξεις του Γυμνασίου σε όλους τους παρευρισκόμενους. Ακολούθησε χορός από νέους και νέες των Ανωγείων με κρητικές ενδυμασίες υπό τους μουσικούς ήχους της λύρας.
      Το Σταυράκειο Γυμνάσιο-Λύκειο Ανωγείων αποτελεί διαχρονικά το μεγαλύτερο πνεύμονα ανάπτυξης του τόπου. Η Διευθύντρια του γυμνασίου Δέσποινα Πρίμπου στην ομιλία της ανέφερε, ότι οι απόφοιτοι  μέχρι σήμερα ανέρχονται σε 1735 από διάφορες περιοχές. Όλοι εμείς που έχουμε αποφοιτήσει από το Σταυράκειο Γυμνάσιο-Λύκειο είμαστε ευγνώμονες στο Μιχάλη Σταυρακάκη και στη σύζυγο του Λετίτσια για τη δωρεά τους. Έδωσαν την ευκαιρία σε αρκετούς από εμάς να αλλάξουμε το πεπρωμένο μας και στο χωριό την ευκαιρία να αλλάξει σελίδα μετά την καταστροφή του από τους Ναζί και τον Εμφύλιο Πόλεμο. Ευχόμαστε οι παραπάνω δωρητές να αποτελέσουν παράδειγμα προς μίμηση.
         Στην ημερίδα απεύθυναν χαιρετισμούς ο Δήμαρχος Ανωγείων Μανόλης Καλλέργης, ο ποίος είπε, ότι με τη δωρεά του γίνεται πραγματικότητα το Γυμνάσιο, ανοίγοντας μια πύλη σε ένα δρόμο τον οποίο θα περπατήσουν αργότερα εκατοντάδες επιστήμονες. Στη συνέχεια ο εκπρόσωπος της οικογένειας των Σταυρακάκηδων, Μήτσος Σταυρακάκης, στιχουργός, ο οποίος ευχαρίστησε τους Ανωγειανούς που παρευρέθηκαν στην εκδήλωση. Η Διευθύντρια του γυμνασίου Δέσποινα Πρίμπου. Ομιλητές της ημερίδας ήταν, ο Αντώνης Χουρδάκης Ιστορικός, ο Μανόλης Δρακάκης Διευθυντής Ιστορικών Αρχείων, ο φιλόλογος Δημήτρης Σαλούστρος ή Ζαΐμης, η Κατερίνα Δαλακούρα Ιστορικός, ο Βαγγέλης Τζούκας ιστορικός και ο Γεώργιος Νικολακάκης Κοινωνικός Ανθρωπολόγος. Στο μέλλον θα δημοσιευτούν τα πρακτικά της παραπάνω ημερίδας ως είθηστε.
      Εκδηλώσεις προς τιμή του μεγάλου ευεργέτη των Ανωγείων Μιχάλη και  Λετίτσιας Σταυρακάκη έγιναν και στο παρελθόν από 8-17 Αυγούστου του 1995.
      Στις παρακάτω σελίδες θα αναφερθούμε  εν συντομία  στην ζωή  και τα έργα του ΜΙΧΑΛΗ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗ  και της συζύγου του ΛΕΤΙΤΣΙΑΣ, από τη μέρα που έφυγε από τα Ανώγεια μέχρι τη σταδιοδρομία του στην Αμερική. Τα στοιχεία προέρχονται από το βιβλίο  της αυτοβιογραφίας του, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1954, ανατυπώθηκε το 2016 και διανεμήθηκε δωρεάν.
       Aν θέλετε να μάθετε                         Ότι σας λέγω επαδά
         πως πέρασα στα ξένα.                    δεν είναι παραμύθια.
         Τι έμαθα, τι άκουσα                        Μόνον όλα μου συνέβησαν
         θα μάθετε εδώ πέρα.                      και όλα είναι αλήθεια.
      Ο Μιχάλης Ιωάν. Σταυρακάκης είχε την τόλμη στην ευαίσθητη ηλικία των 11 χρόνων, φτωχός, ξυπόλυτος και αγράμματος, να ξενιτευτεί αρχικά στη Σμύρνη και αργότερα σε ηλικία 18 ετών στην Αμερική για αναζήτησης καλύτερης τύχης.
      Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του γεννήθηκε στα Ανώγεια Μυλοποτάμου Κρήτης μεταξύ 12 και 15 Μαΐου 1879 και του δόθηκε το όνομα Μιχάλης. Η οικογένεια του ήταν πτωχή με 8 παιδιά, 6 αρσενικά και 2 θηλυκά. Ο Μιχάλης ήταν ο προτελευταίος. Σε ηλικία 8-9 ετών ο πατέρας του, τον έπαιρνε στα χωράφια  για εργασία, να κλαδεύουν το αμπέλι, να θερίζουν ή να τρυγούν. Τον έβαζαν πάνω στο γάιδαρο μέχρι το χωράφι, γιατί ήταν ξυπόλυτος. Φορούσε ένα πουκαμισάκι και ένα βρακάκι.
      Σε ηλικία 10 χρόνων πήγαινε για να βοσκίζει το βόδι, το γάιδαρο και στην επιστροφή φόρτωνε το γάιδαρο ξύλα για το σπίτι. Η μητέρα του ήταν ολόχαρη όταν έβλεπε το βράδυ φορτωμένο το γάιδαρο με ξύλα και έλεγε στο Μιχαλιό, ότι θα του κάμει ένα κουλουράκι με αυγό την Λαμπρή.
            Σε ηλικία εντεκάμισι χρονών  πήγε στο χωριό ένας του ξάδελφος που κατοικούσε στη Σμύρνη πολλά χρόνια. Είδε ότι ο θείος του  είχε πολλά παιδιά και κατάλαβε την επιθυμία του να πάει ένα παιδί του στην ξενιτιά, να γίνει άνθρωπος. Τότε ρώτησε αν θέλει κανένα παιδί να τον ακολουθήσει στη Σμύρνη, να το βάλει στο σχολείο να μάθει γράμματα. Ο θείος του  χάρηκε για την πρόταση και ρώτησε το Μιχαλιό «Μπρε Μιχαλιό θέλεις να πας στη Σμύρνη με τον εξάδελφό σου,  να σε στείλει στο σχολείο να μάθεις γράμματα και να γίνεις άνθρωπος». Στο Μιχαλιό άρεσε η ιδέα, πίστευε ότι η Σμύρνη ήταν κοντά και αν δεν έκανε θα γύριζε πίσω στο χωριό. Τελικά είπε το ναι και η μητέρα του άρχισε να κλαίει, που θα έφευγε στα ξένα το παιδί της.
       Στις 30 του Σεπτέμβρη του 1890 το μεσημέρι φόρτωσε ο πατέρας του στο γάιδαρο δυο κιλίμια, έβαλε στη βούργια, ψωμί, τυρί, το φλασκί γεμάτο νερό και μερικά άλλα πράγματα.  Το Μιχαλιό αποχαιρέτησε τη μάνα του, τα αδέλφια του, τους συγγενείς και ξεκίνησαν για το Ηράκλειο. Στη θέση «Σωρός» έφθασαν την ώρα που βασίλευε ο ήλιος και ο πατέρας του είπε. «Παιδί μου επαδά θα θέσουμε απόψε». Έδεσαν το γάιδαρο σε ένα χωράφι, έφαγαν ψωμί με τυρί και κοιμήθηκαν στις βελέντζες. Αναχώρησαν τα ξημερώματα και μόλις αντίκρισε  ο Μιχαλιός τη θάλασσα και τον κάμπο του Ηρακλείου, νόμιζε ότι ονειρεύονταν, δεν είχε ξαναδεί τέτοιο θέαμα.
       Στις οκτώ το πρωί έφθασαν στην πόρτα του Ηρακλείου όπως γράφει ο Μιχάλης. Εκεί ήταν τούρκοι εισπράκτορες του Τελωνείου και φορολογούσαν όσους έφεραν μαζί τους τυρί, μαλλιά, δέρματα ή οτιδήποτε άλλο είχαν, για να το πουλήσουν. Στην αγορά είδε  πάρα πολύ κόσμο, άλλος φώναζε ότι πουλά κουλούρια, άλλος ψάρια, άλλος τυρί και όλα αυτά του έκαναν μεγάλη εντύπωση. Ο πατέρας του Μιχαλιό πήγε το γάιδαρο σε στάβλο, μετά πήγαν στη Νομαρχία και του έβγαλε διαβατήριο (ντεσκαρέ). Στη συνέχεια πήγε το Μιχαλιό σε ένα παπουτσίδικο και του αγόρασε ένα ζευγάρι παπούτσια. Ήταν τα πρώτα παπούτσια που έβαζε στη ζωή του. Μετά τις τέσσερις το απόγευμα ο πατέρας αποχαιρέτισε το Μιχαλιό με φιλιά κλαίγοντας, του ευχήθηκε καλή τύχη και έφυγε για τα Ανώγεια.
       Ένας χαμάλης πήρε το μπαούλο του ξαδέλφου του Μιχαλιού και αυτοί τα υπόλοιπα πράγματα στα χέρια, μπήκαν σε μια βάρκα και έφθασαν στο πλοίο. Ο Μιχάλης θυμάται, «ότι εκείνη τη στιγμή χτύπαγε η καρδιά του σαν του λαγού».  Το κατάστρωμα του πλοίου ήταν γεμάτο αραπάδες, γιατί το πλοίο είχε περάσει από την Αλεξάνδρεια και τους είχε πάρει για τη Σμύρνη. Έστρωσαν σε  μια άκρη τις κουβέρτες να κοιμηθούν. «Το πλοίο ξεκίνησε από το Ηράκλειο 10-11 την νύκτα. Ήταν Σεπτέμβριος του 1890. Την άλλη μέρα το πρωί εσηκώθηκα και δεν έβλεπα τίποτα άλλο παρά ουρανό και θάλασσα. Το άγνωστο προς το οποίο πήγαινα μου γέμιζε με δάκρυα τα μάτια», γράφει ο Μιχάλης στην αυτοβιογραφία του.
     Στη Σμύρνη έφθασαν μετά από δυο μέρες ταξίδι, βλέποντας το Μιχαλιό τόσα  πολλά βαπόρια στο λιμάνι και τόση μεγάλη κίνηση ανθρώπων τα έχασε. Πέρασαν από το Τελωνείο και πήγαν στο σπίτι του ξαδέλφου του στη συνοικία της Αγίας Αικατερίνης. Τους υποδέχτηκαν η γυναίκα του και τα τρία παιδιά του, ο Αλέξανδρος 15 ετών, η Δέσποινα 12 και ο Χαρίδημος 9 ετών. Το βράδυ ο Μιχαλιός κοιμήθηκε χάμω σε μια βελέντζα στο ίδιο δωμάτιο με τα  αγόρια, με τη διαφορά ότι αυτά κοιμήθηκαν στα κρεβάτια.
        Το πρωί του έδωσαν λίγο ψωμί, με λίγο τυρί για πρωινό. Μετά τον πήρε ο ξάδελφος του με προορισμό την Τούρκικη συνοικία να δουν κάτι συγχωριανούς του. Το Μιχαλιό είδε πολυκοσμία, πολλά καταστήματα, μεγάλη κίνηση και ένα κοπάδι καμήλες, φοβήθηκε και το έβαλε στα πόδια. Του φώναξε ο ξάδελφος και του εξήγησε, ότι οι καμήλες δεν πειράζουν και έτσι τον καθησύχασε. Πήγαν στο φούρνο του συγχωριανού του, ήταν μεγάλος γεμάτος με φρατζόλες, κουλουράκια, πολλές άλλες λιχουδιές και έτρεχαν τα σάλια του Μιχαλιού. «Δυστυχώς  οι άθλιοι δεν του έδωσαν ούτε ένα κουλουράκι», μας ενημερώνει το Μιχαλιό.
       Την τέταρτη μέρα αντί να γράψει το Μιχάλη στο σχολείο, όπως είχαν συμφωνήσει στο χωριό με τον πατέρα του, του βρήκε δουλειά σε ένα αρμένικο πλούσιο σπιτικό σε καλή συνοικία. Η υπηρέτρια του είπε. «Θα πηγαίνεις με το αφεντικό στην αγορά, θα βαστάς το καλάθι και θα βάζεις μέσα ότι αγοράζει ο κύριος και θα τα φέρνεις στο σπίτι. Αυτό θα γίνεται κάθε πρωί. Μετά τις τέσσερις το απόγευμα θα ξαναπαίρνεις  το καλάθι και θα πηγαίνεις στο κατάστημα που έχει ο κύριος στο Τσαρσί (αγορά)». Το κατάστημα του αφεντικού ήταν μανιφατούρα με διάφορα υφάσματα.
      Το αφεντικό πήρε το Μιχαλιό, το πήγε σε ένα τούρκικο λουτρό και έκανε μπάνιο. Και όπως γράφει, είχε να λουστεί από τότε που γεννήθηκε. Τον Νοέμβριο το Μιχαλιό αρρώστησε με υψηλό πυρετό, έφυγε από τη δουλειά και ρωτώντας πήγε στο σπίτι του ξαδέλφου του. Όταν τον είδε ο ξάδελφος έγινε έξαλλος, γιατί έφυγε από τη δουλειά. Στο σπίτι έμεινε λίγες μέρες και ένα απόγευμα που έπαιζε το Μιχαλιό έξω με τα παιδιά, το έπιασε ο ξάδελφος του από το χέρι, το έβαλε βίαια μέσα στο σπίτι και το κτύπησε αλύπητα και μούγκριζε σαν θηρίο. Στο ισόγειο του σπιτιού κατοικούσε μια γυναίκα με την κόρη της, άκουσε τις φωνές  άνοιξε την πόρτα και είπε στο ξάδελφο του. «Μουρέ για το θεό το σκότωσες το κοπέλι». Η γυναίκα πήρε αγκαλιά το Μιχαλιό μέσα στο σπίτι της και το ηρέμησε.
       Σε λίγες μέρες του βρήκε δουλειά στο εμποροραφείο του γέρο Νικολάου Κυριακίδη με καταγωγή από την Κρήτη. Είχε δυο κόρες και ένα αγόρι, η μια είχε παντρευτεί τον ζωγράφο Λύτρα στην Αθήνα και η Ζαχάρω είχε παντρευτεί στη Σμύρνη, αλλά είχε πεθάνει ο σύζυγος της. Είχε αποκτήσει δυο παιδιά τον Αρχιμήδη 14 ετών και τη Βασιλική 12 ετών. Στο σπίτι δέχτηκαν το Μιχαλιό σαν δικό τους παιδί. Η Ζαχάρω του έδωσε ρούχα του Αρχιμήδη και ντύθηκε σαν Φράγγος, όπως γράφει το Μιχαλιό.
      Ο Μιχαλιός πηγαινοέφερνε τα ρούχα στους καλφάδες μέχρι να τα τελειώσουν και όταν τα παρέδιδε στους πελάτες, του έδιναν πουρμπουάρ 8-10 μεταλίκια. Τα χρήματα αυτά τα έδινε της κυρίας του για φύλαξη και ήταν ευχαριστημένος με τη δουλειά του. Τα βράδια τα παιδιά μελετούσαν τα μαθήματα τους, έδωσαν στο Μιχαλιό ένα αλφαβητάριο και του μάθαιναν την άλφα-βήτα. Ένα μεσημέρι δεν ήξερε καλά το μάθημα και του έδωσε ένα μπάτσο ο Αρχιμήδης, έτσι σιγά-σιγά  το Μιχαλιό άρχισε να διαβάζει.
      Κάποια μέρα πήγε να δει το Μιχαλιό ο ξάδελφος του στο ραφτάδικο και του πήρε τα χρήματα που είχε μαζέψει. Η κυρά του είπε. «Παιδί μου! Εάν του τα δώσεις δεν θα τα ξαναδείς». Πράγματι το Μιχαλιό δεν ξαναείδε ούτε τον ξάδελφο, ούτε και τα λεφτά του.
      Το αφεντικό του πέθανε μετά από ένα χρόνο και η δυστυχής σύζυγος του  Ζαχάρω έμεινε χωρίς χρήματα και περιουσία. Μετά από δυο εβδομάδες του είπε η κυρά του να πάει να εργαστεί στην κουνιάδα της, γιατί αυτή δεν μπορεί να τον συντηρήσει.
      Ο σύζυγος της λέγονταν Ευστράτιος Χατζηδημητρίου και διατηρούσε  υαλοπωλείο, αλλά δεν έκανε πολύ δουλειά. Είχε αποκτήσει δυο παιδιά το ένα σπούδαζε γιατρός στην Ελλάδα και το άλλο εργάζονταν στο υαλοπωλείο του Παντελή  Τσουρκζόγλου. Το βράδυ έμενε στο σπίτι και την ημέρα στο μαγαζί. Το Μιχαλιό δεν έπαιρνε μισθό εργάζονταν μόνο για το φαγητό και τον ύπνο. Ρούχα δεν του αγόραζε καινούργια  το αφεντικό και του έδινε από τα δικά του, τα οποία του  έπεφταν πολύ μεγάλα. Τα παιδιά της γειτονιάς και ένας μανάβης όταν περνούσε του πετούσαν σάπιες ντομάτες και του φώναζαν «έρχεται ο γιατρός». Μια μέρα  το Μιχαλιό μάζεψε πέτρες στην τσέπη του και μόλις του πέταξε σάπιες ντομάτες ο μανάβης, του έριξε μια πέτρα κατά το κεφάλι του και του είπε, η άλλη θα πάει ντρέτα. Έκτοτε δεν ξαναπέταξαν ντομάτες στο Μιχαλιό, ούτε το κορόιδευαν. Η σπουδασμένη κόρη του αφεντικού του έκανε μαθήματα αριθμητικής και άρχισε να κάνει πράξεις.
       Το Μιχαλιό εργάστηκε ενάμισι χρόνο χωρίς να πάρει πεντάρα και λόγω αναδουλειάς το αφεντικό έκλεισε το μαγαζί. Τότε ο Παντελής Τσουρκτζόγλου είπε στο Νίκο το γιό του αφεντικού του Μιχαλιού, να πάει το Μιχαλιό να εργαστεί στο δικό του μαγαζί στο υποκατάστημα του Φραγγομαχαλά. Στο υποκατάστημα αυτό ήταν διευθυντής ο Γιάννης Μαΐσογλου. Το Μιχαλιό εργάζονταν στο κατάστημα όλη τη μέρα και το βράδυ έκανε δουλειές στο σπίτι. Δειπνούσαν πρώτα τα αφεντικά και στο τέλος δειπνούσε αυτός με την υπηρέτρια.
       Πλησίαζε το Πάσχα και τα ρούχα του Μιχαλιού ήταν χάλια. Τον ρώτησε ο Νίκος που ήταν έξοχο παιδί, αν έχει άλλα ρούχα και του είπε «όχι». Μίλησε ο Νίκος στο Μαΐσογλου και του ψώνισαν ρούχα και παπούτσια. Το Μιχαλιό δούλευε με την ώρα και του δίνανε 40 μεταλλίκια τη βδομάδα. Στο κατάστημα αυτό δούλεψε τέσσερα χρόνια. Εν τω μεταξύ το Μιχαλιό ανδρώθηκε και αισθάνονταν άβολα στο σπίτι και είπε, ότι θα ενοικιάσει σπίτι. Το αφεντικό του είπε, «ότι όσο καιρό μένει στο σπίτι ήταν πάρα πολύ καλό παιδί και απέφευγε τις κακιές συναναστροφές. Τώρα κοίταξε να βρεις δωμάτιο να μένεις σε καλή οικογένεια. Στο εξής ο μισθός σου θα είναι 3 ½ μεζίτια την εβδομάδα και όλα τα έξοδα δικά σου». Τα χρήματα που του περίσσευαν τα άφηνε στο κατάστημα. Μια φορά την εβδομάδα πήγαινε στο σπίτι του αφεντικού, τους έβλεπε, τον κρατούσαν για δείπνο και τον αγαπούσαν πάρα πολύ.
       Αρχές Μαΐου του 1898 πήγε στο κατάστημα του Παντελή Τσουρκζόγλου κάποιος Νικόλας Νοταράς, ο οποίος είχε έλθει από την Νέα Υόρκη στη Σμύρνη να δει τη μάνα του. Άκουσε ο Μιχάλης να λέει ότι είχε πέντε αδέλφια και είχαν καπνοβιομηχανία στη Νέα Υόρκη και ο μισθός του καπνεργάτη ήταν 12-15 δολάρια την βδομάδα. Έμαθε λοιπόν την ισοτιμία του δολαρίου, λογάριασε και θα έπαιρνε 50 φράγκα μισθό. Από αυτή τη στιγμή άρχισε να ερευνά και να εξετάζει πως μπορεί να πάει στην Αμερική. Έτσι έμαθε ότι πρέπει να έχει μια σύσταση ενός που κατοικεί στην Αμερική και 30 δολάρια μαζί του.
         Κάποια μέρα ζήτησε μια  χάρη από το Γιάννη Τσουρκζόγλου και του είπε να ζητήσει από τον κ. Νοταρά μια σύσταση, για πάει στην Αμερική. Προσπάθησε να τον μεταπείσει λέγοντας του, ότι θα πλένει πιάτα και δεν γνωρίζει τη γλώσσα. «Μήπως δεν είσαι ευχαριστημένος εδώ τώρα που έχεις μάθει τη δουλειά και αυξάνει ο μισθός σου κάθε χρόνο και είσαι πολύ καλά. Αλλά αφού επιμένεις θα το πω στον κυρ Παντελή, να δούμε τι θα πει κι εκείνος».
       Τέλη Ιουλίου πήγε στο μαγαζί ο Νοταράς, συνομίλησε με το αφεντικό και είπε στο Μιχαλιό, να πάει στην Αμερική και  του έδωσε συστατική επιστολή.
       Το Σάββατο που πληρώθηκαν οι εργάτες, είπε ο κυρ Παντελής στο Μιχάλη: «Πριν φύγεις για την Αμερική να πας στην Κρήτη να δεις τους γονείς σου, διότι από τον καιρό που έφυγες και ήλθες εδώ στη Σμύρνη, δεν γνωρίζουν αν ζεις ή πέθανες».
       Έφυγε για την Κρήτη στις 2 Ιουλίου 1895 αποβιβάστηκε στο Ρέθυμνο και από εκεί με το μουλάρι του Γρηγόρη Πλουσή έφθασαν στα Ανώγεια στις 9 το πρωί της επόμενης μέρας. Η μάνα του ήταν στην αυλή με τις γειτόνισσες και μόλις είδε το Μιχάλη έσυρε μια φωνή: «Αχ το κοπέλι μου ήλθες» και τον αγκάλιασε. Είδε τον πατέρα του στην πεζούλα με μαύρο πουκάμισο και έτρεξε κι εκείνος και τον αγκάλιασε. «Αχ παιδί μου, μου φαίνεται όνειρο γιατί δεν ήλπιζα να σε ξαναδώ. Χάσαμε δυο παιδιά αλλά βρήκα εσένα, που επί 8 χρόνια δεν εκατέχαμε τι έγινες». Κάθισαν έξω, πήγαν πολλοί συγγενείς για να τον δουν και να τον καλωσορίσουν. Τότε μια γριούλα είπε στη μάνα του: «Αχ καημένη Κατερίνα τα όρη βγάζουν πρόβατα και η χώρα βγάζει ανθρώπους».
       Μετά από 5-6 μέρες είπε ο Μιχάλης στον πατέρα του, ότι θα πάει στην Αμερική για καλύτερη ζωή. Ο πατέρας του είπε στεναχωρημένος να μην πάει, γιατί είναι 40 μερόνυχτα μακριά. Ο Μιχάλης επέμενε στην άποψη του και τότε του έδωσε ο πατέρας του ένα μαντήλι με 80 ναπολεόνια, να κάμει στο Ηράκλειο μια δουλειά. Ο Μιχάλης απόρησε που βρήκε τόσα χρήματα και η μητέρα του είπε, ότι δανείστηκε τα μισά. Αρνήθηκε να εργαστεί στο Ηράκλειο, διότι δεν είναι εξασφαλισμένη η κατάσταση στην Κρήτη.  Η Κρήτη τότε ήταν υπό την κατοχή των μεγάλων δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας και  Ρωσίας. Στο τέλος του Ιούλη αποφάσισε να επιστρέψει στη Σμύρνη. Την ώρα του αποχωρισμού τον φίλησε ο πατέρας του και του είπε. «Ο θεός να σε προστατέψει και να σε φυλάει». Από τότε δεν ξαναείδε ο Μιχάλης τον πατέρα του, γιατί σε δυο χρόνια πέθανε.
      Στη Σμύρνη κάθισε 15 μέρες το εισιτήριο του κόστισε 210 χρυσά φράγκα. Δεν του έδιναν όμως τεσκερέ (διαβατήριο), έτσι δωροδόκησε με δυο μετζίτια τους φρουρούς. Τον μετέφερε ο κουνιάδος του σπιτονοικοκύρη  με βάρκα στο πλοίο και τον έκρυψε ο καπετάνιος που ήταν μιλημένος. Ο Μιχάλης μόλις βγήκε το πλοίο από το λιμάνι ανέβηκε στο κατάστρωμα,  κοίταξε τα βουνά του Κορδελιού  και άρχισε να κλαίει. Σκεπτόταν που πηγαίνει και άραγε θα ξαναδεί τη Σμύρνη; Θυμήθηκε τους προϊσταμένους του, τις κυρίες του, που τόσο λυπήθηκαν όταν έφευγε. Θυμήθηκε τη Ζαχάρω Κυριακίδη την πρώτη κυρία του που ήταν πάμπτωχη, τη θεωρούσε σαν μάνα του και του έραβε τα πουκάμισα.
      Ύστερα από εξ μέρες έφθασαν στη Μεσσήνη της Ιταλίας με ενδιάμεσους σταθμούς τον Πειραιά, τη Σούδα, τη Νάπολη, από την οποία είδε το Βεζούβιο που έβγαζε φλόγες και έκανε εκρήξεις. Από τη Νάπολη το πλοίο σάλπαρε με 1505 Ιταλούς άνδρες, γυναίκες, παιδιά και 10 Έλληνες. Το Ταξίδι κράτησε 14 μέρες μέχρι τη Νέα Υόρκη την οποία μόλις είδαν, άλλοι φώναζαν, άλλοι έκλαιγαν από χαρά και άλλοι τραγουδούσαν. Μόλις έδεσε το πλοίο στην αποβάθρα άρχισε ο έλεγχος. Τον πλησίασαν δυο όμορφοι καλοντυμένοι άνδρες, άνοιξε το σεντούκι, εκείνοι γέλασαν και του έκαναν νόημα να το κλείσει. Τους μετέφεραν 12 μίλια μακριά με μαούνες  στο ονομαζόμενο Κάστελ Γράντεν, στο οποίο πήγαιναν όλους τους μετανάστες. Περνώντας ο Μιχάλης από τον έλεγχο, έτσι όπως ήταν καλοντυμένος και μόλις άρχισε να ανοίγει το πορτοφόλι του, του είπαν  coman δηλαδή πέρασε.
      Στη Νέα Υόρκη ο Μιχάλης συνάντησε τον Κωνσταντίνο φίλο του από τη Σμύρνη, ο οποίος είχε πάει στη Ν. Υόρκη πριν από ένα μήνα. Του είπε ότι έχει να δώσει γράμμα στους Νοταράδες. Πήγαν στην 29η οδό που βρίσκονταν η καπνοβιομηχανία «Notara btos Cigarete». Στο παράθυρο μπροστά είχανε δυο γυναίκες ντυμένες τουρκάλες και έφτιαχναν τσιγάρα, ήταν η ρεκλάμα των σιγαρέτων. Τους καλοδέχτηκε ο Δημήτρης Νοταράς το νεώτερο από τα αδέλφια και ο Μιχάλης του έδωσε το γράμμα που είχε μαζί του. Κατόπιν συναντήθηκε με το Γιώργη Νοταρά  ο οποίος του εξήγησε τι θα κάνει στην εργασία. Τον ρώτησε αν έχει χρήματα και του είπε, ότι έχει 22 δολάρια. «Άρα είσαι πλούσιος» του είπε. Νοίκιασαν ένα δωμάτιο με το φίλο του Κωνσταντίνο και έμεναν μαζί. Τα πρώτα 15 δολάρια που εξοικονόμησε τα έχασε μαζί με το πορτοφόλι του.
        Δουλειά έπιασε από το επόμενο πρωί στον πάγκο με τους άλλους καπνεργάτες. Την πρώτη μέρα σχεδόν δεν έκανε τίποτα, αλλά σε δυο βδομάδες κατασκεύαζε 500-600 τσιγάρα την ημέρα. Πέρασε ένας μήνας και δεν του έδωσαν χρήματα, τα δικά του σώθηκαν, δεν είχε να φάει και να πληρώσει το νοίκι. Ο  Γιώργης Θωμάς που δούλευαν μαζί το κατάλαβε το είπε στο Γ. Νοταρά και του έδωσαν δυόμισι δολάρια. Ο Μιχάλης  έμαθε καλά τη δουλειά και έκτοτε δούλευε με το κομμάτι και έβγαζε οκτώμισι δολάρια τη βδομάδα.
       Μια μέρα ο Γ. Νοταράς μίλησε άσχημα στο Μιχάλη χωρίς δίκιο. Ο Μιχάλης θίχτηκε και έφυγε αμέσως από τη δουλειά. Πήγε και δούλεψε σε άλλο καπνεργοστάσιο και έπαιρνε αρκετά δολάρια. Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα λόγω κακοδιαχείρισης έφυγαν από τους Νοταράδες αρκετοί καπνεργάτες και το εργοστάσιο άρχισε να έχει σοβαρά οικονομικά προβλήματα.
      Πέρασαν δυο χρόνια και ο Μιχάλης πήρε ένα γράμμα από το Δημήτρη Νοταρά, που του έγραφε, να πάει στο εργοστάσιο να του δώσουν μια επιστολή. Πήγε στους Νοταράδες τα είπαν του πρότειναν να φάνε μαζί, αλλά ο Μιχάλης αρνήθηκε και του έδωσαν την επιστολή. Το γράμμα ήταν από το φίλο του Αποστολίδη από την  Santa Roza τον Οκτώβριο του 1901. Του έγραφε να πάει εκεί να πλένει πιάτα στο εστιατόριο του με   μισθό 25 δολάρια. Η πρόταση ήταν συμφέρουσα και ο Μιχάλης πήρε την απόφαση να πάει. Δεν είχε όμως τα απαραίτητα χρήματα για το ταξίδι, έτσι τον δάνεισε με 30 δολάρια ο φίλος του Μιχάλης Ανδρεαδάκης φιστικάς με καταγωγή από τη Σμύρνη.
        Έφυγε με πλοίο και ύστερα με σιδηρόδρομο και έκανε συνολικά 14 μέρες να φθάσει, στο Νέο Μεξικό στην Κάτω Αριζόνα. Η περιοχή έμοιαζε με έρημο σαν τη Σαχάρα και επικρατούσε ανυπόφορη ζέστη. Δούλεψε από την επόμενη μέρα στο εστιατόριο του αγαπητού του φίλου Μανώλη Αποστολίδη με μισθό 25 δολάρια, όπως του έγραφε. Η εργασία του ήταν να πλένει πιάτα, να  τηγανίζει  στρείδια και να σφουγγάριζε το πάτωμα. Μετά από  εφτά περίπου μήνες και ύστερα από σύσταση του αφεντικού του έπιασε δουλειά σε άλλο εστιατόριο και έπαιρνε 28 δολάρια το μήνα. Είχε μάθει κάπως τα αγγλικά και σε μια βδομάδα γνώρισε τους πελάτες, οι οποίοι τον αγαπούσαν για την καλοσύνη και την εργατικότητα του.
      Μετά από έξι μήνες τον βρήκε ο φίλος του Μανόλης και του είπε ότι στο   Court Heuse κάποιος εστιάτορας είναι άρρωστος και πουλάει το μαγαζί του πολύ φθηνά και να πάνε να το πάρουνε μαζί. Πράγματι μετά από πολλά παζάρια το πήραν 350 δολάρια. Στο χωριό μετά από λίγες μέρες έγινε η γιορτή των Ιθαγενών και μέσα σε 24 ώρες κέρδισαν 240 δολάρια. Ο Μιχάλης πούλησε το μερίδιο του στον φίλο του τον Κώστα και μετακόμισε την πόλη Stoekton. Στην πόλη αυτή δούλεψε στο στρειδάδικο ενός Θεσσαλονικιού, αλλά σε ένα μήνα έφυγε, γιατί είχε πάρα πολύ δουλειά και του έδωσε 35 δολάρια.
      Ο φίλος του ο Θανάσης διατηρούσε εκεί ζαχαροπλαστείο και έγινε στενός κορσές στο Μιχάλη να αγοράσει το μισό ζαχαροπλαστείο. Στο τέλος τον έπεισε, του έδωσε 350 δολάρια και αργότερα θα του έδινε άλλα 200. Αποδείχτηκε όμως παλιάνθρωπος και έμπλεξε μαζί του. Οι εισπράξεις ήταν περίπου 2 δολάρια την ημέρα, έτρωγε ψωμί και τυρί, ενώ δεν είχε χρήματα να πληρώσει το νοίκι. Ο Μιχάλης αρρώστησε από ρευματισμούς και το πόδι του έκανε πληγές. Το δωμάτιο που κάθονταν είχε υγρασία και ένα βράδυ γλίστρησε έξω στο δρόμο έπεσε κάτω,  κτύπησε το κεφάλι του στο τσιμέντο και είδε τον ουρανό με τα άστρα. Σηκώθηκε τον πήραν τα κλάματα για τα βάσανα που περνούσε, απελπίστηκε και πείρε την απόφαση να πάει να πέσει στο ποτάμι όπως γράφει στην αυτοβιογραφία του  στη σελίδα 93.  Στο δρόμο συναντήθηκε με το Γιώργη Βαλσαμάκη  από τη Σκόπελο, που τον είχε γνωρίσει στο μαγαζί. Ρώτησε το Μιχάλη που πάει και του είπε προς το ποτάμι να πάρει αέρα. Τον είδε κλαμένο και του λέει πάμε στο στρειδάδικο του Γιώργη. Εκεί έφαγαν κάθισαν αρκετά, ηρέμησε ο Μιχάλης και καθώς πέρασε η ώρα έφυγαν.
        Αποφάσισε ο Μιχάλης να αλλάξει δωμάτιο και ο Γιώργης Σαλτζιάν ο Αρμένης του σύστησε ένα δωμάτιο στο σπίτι που έμενε. Η σπιτονοικοκυρά ήταν πολύ καλή γυναίκα, όπως και η κόρη της Λετίτσια που είχαν καταγωγή από τον Καναδά. Του έφτιαξαν αμέσως το κρεβάτι με μάλλινες κουβέρτες, ενώ το δωμάτιο ήταν πάρα πολύ καλό και ζεστό. Τελικά ο συνέταιρος του Θανάσης  επέστρεψε στο Μιχάλη τα 350 δολάρια που του είχε δώσει. Αλλά ο απολογισμός μετά από εννέα μήνες συνεταιρισμού, ήταν με μηδενικό κέρδος. Ο Μιχάλης είχε μείνει άνεργος και στο διάστημα αυτό που έμενε στο σπίτι έτσι ερωτεύθηκε τη Λετίτσια. Δειπνούσαν μαζί σαν να βρίσκονταν στο σπίτι της μάνας του. Σιγά-σιγά βρήκε δουλειά σε ένα Σλάβικο εστιατόριο και έπαιρνε 3 δολάρια την ημέρα. Η Λετίτσια ήταν πλέον η επίσημη ερωμένη του.
      Δυστυχώς το πόδι του Μιχάλη ήταν πρησμένο και εξακολουθούσε να του δημιουργεί προβλήματα. Επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο ύστερα και από τη λάθος χορήγηση φαρμάκου από το φαρμακοποιό.  Τελικά του έγινε επέμβαση από δυο γιατρούς και πέρασε αρκετός καιρός για να αποκατασταθεί υγεία του. Η Λετίτσια πήγε και του αγόρασε δυο δεκανίκια για να περιπατεί. Μητέρα και κόρη στάθηκαν στο πλευρό του και όπως γράφει δεν θα λησμονήσει ποτέ του, την υποχρέωση που αισθάνεται σ αυτές τις γυναίκες.
      Στις 15 Δεκεμβρίου 1906 άνοιξε νέο μαγαζί στο  Sacramento, με συνέταιρο τον Νότη Κυριακίδη. Στο μαγαζί πρόσφεραν στρείδια, σούπες, μπριτζόλες, μπριτζολάκια και άλλα φαγητά. Το  μαγαζί πήγε πολύ καλά, αλλά στην πορεία χώρισαν. Μέχρι τότε όπως γράφει ο ίδιος είχε κάνει έξι συνεταιρισμούς, που δεν κρατούσαν πολύ χρόνο, λόγω διαγωγής των συνεταίρων του. Αγόρασε  όλο το μαγαζί ο Μιχάλης, το οποίο συνέχισε να δουλεύει και κέρδιζε 600-1000 δολάρια το μήνα.
      Το 1908 ταξίδευσε Δευτέρα θέση για το Λονδίνο με ένα πολύ μεγάλο πλοίο, πολυτελέστατο, με θέατρο, μαγαζιά, έβγαζε καθημερινά εφημερίδα και είχε εξαιρετικά φαγητά. Κάθισε λίγες μέρες στο Λονδίνο και στο Παρίσι. Στο Παρίσι γνώρισε τον Ανωγειανό Μανόλη Βρέντζο διπλωματούχο του Πολυτεχνείου Αθηνών, ο οποίος  είχε πάθος με τη ζωγραφική και ζωγράφιζε σπουδαίους πίνακες. Από τη Μασσαλία πήρε το πλοίο για την Ελλάδα και αποβιβάστηκε στον Πειραιά. Στο Ηράκλειο έφθασε την επόμενη τον πρωί και συναντήθηκε με τον αδελφό του Κώστα.
      Το απόγευμα αναχώρησαν με τα πόδια για το χωριό, έχοντας στους ώμους τους αρκετά πράγματα. Στα Ανώγεια έφθασαν  στις  δύο τα ξημερώματα, κτύπησε ο Κώστας την πόρτα, σηκώθηκε η αδελφή του Χρυσή και την άνοιξε. Ο Κώστας λέει της Χρυσής «άναψε την λάμπα και κατασταθείτε, διότι ήλθε ο Μιχάλης. Μόλις άκουσε η μάνα του πως ήλθε ο Μιχάλης, έδωσε ένα σάλτο και πήγε και τον αγκάλιασε με χαρά και κλάματα. «Αχ παιδί μου, μου φαίνεται σαν όνειρο». Αμέσως η αδελφή του η Χρυσή, ξύπνησε την άλλη αδελφή τη Μαρουλή, η οποία έκανε το σταυρό της. Το πρωί μαζεύτηκαν όλοι οι συγγενείς και γείτονες στο σπίτι, να δουν τον Αμερικάνο, τον καλωσόρισαν και του ευχήθηκαν καλή διαμονή. Στα Ανώγεια κάθισε εξ μέρες, πήγε μετά στο Τεφέλι για να θερίσουν λίγο σιτάρι και κριθάρι. Στο Μιχάλη έστειλαν γράμματα από την Αμερική και τον ενημέρωναν, ότι ο Ανδρέας που διατηρεί το μαγαζί του ασθενεί και πρέπει να επιστρέψει αμέσως.  Ο Κώστας και η μάνα του κατέβηκαν στο Ηράκλειο, αποχαιρέτησαν το Μιχάλη, ο οποίος έφυγε  εσπευσμένα για την Αμερική.
      Το 1911 σε ηλικία 32 ετών παντρεύτηκε την εκλεκτή της καρδιάς του Λετίτσια, αλλά δεν ευτύχισαν να αποκτήσουν παιδιά. Με τη σύζυγο του όπως γράφει ο Μιχάλης, δεν φιλονίκησαν ποτέ, αλλά ούτε και με την πεθερά του. Τις αποφάσεις τις σκεπτόταν και τις  έπαιρναν από κοινού πάντα για το δικό τους συμφέρον.
     Στο Σακτραμέντο αγόρασε το μαγαζί που έκανε και ένα οικόπεδο 21.000 δολάρια. Από τα έσοδα του μαγαζιού ξεπλήρωνε το οικόπεδο, στο οποίο έκτισε ένα κτίριο που του κόστισε 35.000 δολάρια.
       Τα έτη 1916-1919 την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρχαν εργασίες πολλές, δεν υπήρχαν όμως εργατικά χέρια, γιατί όλοι ήταν στρατιώτες. Τα χρόνια κείνα δούλεψε πάρα πολύ με τη βοήθεια και της συζύγου του.
      Το  1923  επιθυμούσε να δει τη μάνα του ο Μιχάλης, γιατί του έγραφε  ότι δεν θα πεθάνει, αν δεν πάει να τη δει. Αποβιβάστηκε στο Ρέθυμνο και τηλεγράφησε της αδελφής του Μαρούλη, να πάνε να τον πάρουν με τα ζώα. Η Μαρούλη μαζί με τον αδελφό του Κώστα και το γιό του Μίνωα τον αντάμωσαν στις 4 το απόγευμα. Στα Ανώγεια έφθασαν στις 11 το βράδυ, τον περίμενε η μητέρα του, η αδελφή του και η νύμφη του Ελευθερία. Συζητούσαν ευχάριστα και οικογενειακά μέχρι τις δύο μετά τα μεσάνυχτα.
      Στα Ανώγεια κάθισε τρεις μήνες  Ανέβηκε στη Νίδα, έβγαλε τα πρόβατα από τη μάντρα, αισθάνθηκε τη μυρωδιά των προβάτων σαν να ήταν κοπέλι και ήπιε κατάκρυο κρυστάλλινο νερό από την πηγή του Χριστού. Κοιμήθηκε  έξω από το μητάτο με τον γαμπά, έβλεπε το φεγγάρι όλη τη νύχτα, ήταν λέει τόσο μεγάλο και τόσο κοντά του, που το θαύμασε. Ποτέ του δεν είχε αντικρίσει τέτοιο μεγαλείο. Πήγε στο Ιδαίο Άντρο ή σπηλιά της βοσκοπούλας και θαύμασε τις ανασκαφές που είχαν κάνει οι Άγγλοι. Τέλος ανέπνευσε τον καθαρό αέρα του Ψηλορείτη και της πατρώας γης και πήρε δυνάμεις να συνεχίσει την καριέρα του στην Αμερική. Κάθισε στα Ανώγεια έξι μήνες  και το Σεπτέμβριο αναχώρησε για τη Νέα Υόρκη.
      Η πενθερά του πέθανε στις 23 Δεκεμβρίου 1925 από ανακοπή καρδιάς. Ενώ στις 18 Ιουνίου 1951 η σύζυγος του έπαθε εγκεφαλικό (συμφόρηση) και την καθήλωσε στο κρεβάτι.
      Τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής του έπασχε από σακχαρώδη διαβήτη και τα 10 έπαιρνε ισουλίνη.
      Την αυτοβιογραφία του σταμάτησε να τη γράφει στις 30 Νοεμβρίου 1953 με τις φράσεις. «Τι θα μου συμβεί από εδώ και στο εξής κανένας δεν γνωρίζει. Αλλά δόξα το θεώ ότι είναι να έλθη θα έλθη και κανείς δεν δύναται να το σταματήση».
      Πάντα μετριόφρων ως ήταν ο Μιχάλης Σταυρακάκης, αποφεύγει σε όλη την αυτοβιογραφία του να αναφέρει, ότι έκανε κάτι το σοβαρό υπέρ της ιδιαιτέρας του Πατρίδας τα Ανώγεια. Δεν έγινε εκατομμυριούχος, κατάφερε όμως με διάφορες επίπονες διαχρονικές εργασίες, να έχει ένα σεβαστό εισόδημα για τον ίδιο  και την οικογένεια του.
       Διέθεσε ένα μεγάλο ποσό για την τότε εποχή και έφτιαξε το Γυμνάσιο στα Ανώγεια που γεννήθηκε και μεγάλωσε μέχρι τα έντεκα του χρόνια. Σκοπός του ήταν  να μορφωθούν τα παιδιά τόσο των Ανωγείων, όσο και της ευρύτερης περιοχής του Μυλοποτάμου και το πέτυχε με μια μεγάλη πλειάδα επιστημόνων. Ο ίδιος ήξερε ως αγνός Ανωγειανός, ότι για να προκόψει ο άνθρωπος απαιτείται παιδεία και γνώση ώστε να μπορεί να ζήσει με αξιοπρέπεια
      Η ευεργεσία αυτή προς τη γενέτειρα του τα Ανώγεια αποτελεί μια κορυφαία πράξη γενναιοδωρίας, ηθικών αξιών και φιλοπατρίας. Ο τίτλος του Ευπατρίδη Ανωγειανού θα ακολουθεί τη μνήμη του στο διηνεκές. Θα απολαμβάνουν  εσαεί το σεβασμό, την αγάπη και την ευγνωμοσύνη όλης της Ανωγειανής κοινωνίας, η οποία ξέρει να εκτιμά, να αγαπά και να αναγνωρίζει τους ευεργέτες.
      Απεβίωσε την 17η Απριλίου 1961 στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και τα Ανώγεια όπως τον τίμησαν εν ζωή, συνεχίζουν να τον τιμούν και μετά θάνατο.-
  
                                         Ανώγεια-Μοίρες 5 Ιουλίου 2016
                                          ΜΑΝΟΛΗΣ ΜΙΧ. ΔΑΚΑΝΑΛΗΣ

Πηγές: 1) Αυτοβιογραφία Μιχαήλ Ιωάν. Σταυρακάκη 2016.
2) Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ 13-9-1955,  Αριθμ. Φύλλου 2637 περίοδος Β.
3) Ο Επικήδειος του καθηγητή  φιλολογίας  Αλέξανδρου Μουμούρη, που εκφωνήθηκε στο μνημόσυνο των σαράντα ημερών. 
Οι φωτογραφίες των εγκαινίων προέρχονται από το αρχείο του μακαρίτη Βασίλη Σπαχή. Οι φωτογραφίες του Μιχάλη Σταυρακάκη από το βιβλίο της αυτοβιογραφίας του και  από την ΑΝΩΓΗ.

                                       

Γυμνάσιο φώτο Μ. Δακανάλης





Ανδριάντας δωρητών, φώτο Μ. Δακανάλης 

Αποφοιτήσαντες 1964.


Εγκαίνια


Στο κελαρικό



Από την ημερίδα


                                       
Τρισάγιο