Σελίδες

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΚΑΝΑΛΗΣ ή ΝΤΑΚΑΝΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ



                 ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΚΑΝΑΛΗΣ 
             ή ΝΤΑΚΑΝΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
                      οπλαρχηγός
            Του Δακανάλη Μανόλη πρώην Αγρονόμου
Γιάννης Δακανάλης

       Μετά τη μύηση στη Φιλική Εταιρεία των οπλαρχηγών στα Ανώγεια και μέχρι την κήρυξη της επανάστασης του 1821 η οποία διαφαίνονταν στον ορίζοντα, ήταν χρόνος προπαρασκευής. Οι δημογέροντες των Ανωγείων μεριμνούσαν για την συγκέντρωση καριοφιλιών, πιστολιών, μαχαιριών, πυρίτιδας και άλλων υλικών τα οποία προμηθεύονταν κυρίως από Σφακιανούς λαθρέμπορους τους γνωστούς μπασαλήδες. Η εκπαίδευση των Ανωγειανών στα όπλα γίνονταν μακριά από το χωριό και τον κόσμο. Ιδιαίτερη προσοχή έδιναν στο τρέξιμο, την πάλη,  τους πήδους, ενώ αρκετοί αναδείχτηκαν σε ωκύποδες, άριστους δρομείς και επικίνδυνους διώκτες των τούρκων.
       Πέρα όμως από την εκπαίδευση των Ανωγειανών στις πολεμικές τέχνες, την προπαρασκευή για τον επερχόμενο αγώνα, τα προβλήματα της καθημερινότητας, είχαν στο κεφάλι τους και διάφορους ενοχλητικούς γενίτσαρους.  Κυρίως στις γιορτές οι γενίτσαροι αυτοί έκαναν επισκέψεις στο χωριό και συνδιασκέδαζαν με τους Ανωγειανούς, πλην όμως πολλές φορές καταχρόνταν της φιλοξενίας των. Τέτοιοι γενίτσαροι ήταν οι Γουσούφηδες του Αμυγδαλιά (Πύργος δίπλα στο χωριό Θεοδώρα του Μυλοποτάμου), ο Δερβίς Αγάς από τις Κούρτες της Μεσαράς και ο Τουτουντζής από το χωριό Βενί του Μυλοποτάμου.
       Ο Βασίλης Σμπώκος ή Σμπωκοβασίλης, με τους προύχοντες του χωριού παπά Μιχάλη Σκουλά ή Ξώπαπα,  Ξετρύπη Σταύρο και το Δακανάλη Μανόλη ή Παπαδομανόλη, αποφάσισαν να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση αθόρυβα και χωρίς να δώσουν αφορμή στον Ορντάν Αγά, που διοικούσε το τάγμα των γενίτσαρων στο Μυλοπόταμο. (Πηγές: απομνημονεύματα γιατρού Γιώργη Δακανάλη σελ. 24-30. Οι Παλαιοί Ανωγειανοί σελ.176-178 του Ορέστη Μανούσου.
      Η αρχή έγινε από τον Τουτουτζή, τον οποίο δοθείσης ευκαιρίας έδειρε βάναυσα ο Σταύρος Ξετρύπης. Τον μετέφεραν στο σπίτι του Χαλή Αγά στην Αξό, όπου και κατέληξε χωρίς να πει τίποτα σε κανένα.
      Ο Γιάννης Δακανάλης ή Ντακαναλογιάννης ήταν γνωστός για τις υπεράνθρωπες σωματικές και ψυχικές του δυνάμεις. Ο ίδιος όπως λένε, δεν ήξερε, ότι είχε τόση μεγάλη σωματική ρώμη, νόμιζε ότι όλοι οι άνθρωποι, είχαν την ίδια δύναμη. Κάποια μέρα δυο Ανωγειανοί προσπαθούσαν να φορτώσουν σε ένα ημίονο δυο μεγάλους φάρδους κριθάρι. Φόρτωσαν τον ένα και για υποστήριγμα είχαν βάλει μια χαχαλόβεργα. Προσπαθούσαν από κοινού να φορτώσουν τον άλλο φάρδο, αλλά δεν τα κατάφερναν, γιατί έγερνε το σαμάρι του ημίονου και τους έπεφτε. Τότε ο Ντακαναλογιάννης που έτυχε να περνά από εκεί,  τους έβαλε  να υποβαστάζουν το φορτωμένο φάρδο και αυτός με μια άνετη κίνηση φόρτωσε τον άλλο. Τότε λέει κατάλαβε, ότι είχε παραπάνω δύναμη από τους άλλους. (Αφήγηση Μιχάλη Γεωργ. Δακανάλη ή Μιχαλομιχάλη 1906-1989). 
     Ο Σπωκοβασίλης, ο Ξετρύπης με τους λοιπούς προύχοντες κατέστρωσαν το σχέδιο της εξόντωσης  του Γιουσούφ Αγά, χωρίς να ενοχοποιηθεί το χωριό για το φόνο. Οι τούρκοι συνήθως μόνο όταν τους κτυπούσαν με το όπλο, το έκαναν επίσημα γνωστό, διαφορετικά λόγω εγωισμού δεν έλεγαν τίποτα. Την εκτέλεση του σχεδίου ανέθεσαν στον Ντακαναλογιάννη ως ένας άλλος Ηρακλής.
         Σε ένα τέτοιο γλέντι που διοργάνωσε στην πλατεία Λιβάδι στο Περαχώρι ο Γιουσούφ Αγάς του Αμυγδαλιά, διασκέδαζε όρθιος και οπλισμένος. Δίπλα του έστεκε ο σωματοφύλακας του και παραπέρα  ήταν δεμένη τη φοράδα του. Ενώ το γλέντι βρίσκονταν στο αποκορύφωμα, έφθασε πιωμένος ο Ντακαναλογιάννης, είχε επιδεικτικά το πιστόλι στη μέση του και έκανε τον αφελή.
       Ο Γιουσούφ εξαγριώθηκε βλέποντας το πιστόλι και  του φωνάζει: «Γκιαούρη πως τολμάς  να φέρεις μαζί σου πιστόλι και να παρουσιάζεσαι ενώπιον μου». Ψύχραιμος ο Ντακαναλογιάννης με μια κίνηση σαν να ήθελε να τον αγκαλιάσει, τον έσφιξε δυνατά στα πλευρά. Το μόνο που είπε ο Γιουσούφ ήταν : «τη φοράδα μου» και έπεσε λιπόθυμος. Τον έβαλαν στη φοράδα και έφυγε με το σωματοφύλακά του. Στην τοποθεσία «Ζερβού» κοντά στην Ιερά Μονή Χαλέπας παρέδωσε το πνεύμα  στον Αλλάχ.
       Ως φαίνεται έσπασαν τα πλευρά του με το δυνατό σφίξιμο, κάρφωσαν στα πνευμόνια του και πέθανε από εσωτερική αιμορραγία. Στη συνέχεια μετέφεραν το πτώμα του στον Αμυγδαλιά, όπου το έθαψαν. Ο σωματοφύλακας του είπε στον Ορντάν Αγά, ότι έπεσε από τη σκάλα και έσπασε τα πλευρά του. Τόση μεγάλη ήταν η υπερηφάνεια των εξωμοτών γενίτσαρων, ώστε κρατούσαν τα παθήματα των μυστικά.
       Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα άλλο περιστατικό με το Ντακαναλογιάννη και αξίζει εξιστόρησης. Το 1816  πήγαινε για ψώνια στο Ηράκλειο μαζί  με τον νεαρό γιό του Δημήτρη (αργότερα οπλαρχηγό) και το γέρο Κουτεντέ πατέρα του Γιώργη Κουτεντέ ή Καψάλη, ο οποίος διέσωσε την ιστορία αυτή.
      Ο Ντακαναλογιάννης ήταν έφιππος σε ένα άγιο ίππο χωρίς σέλα, με σκοπό να τον πουλήσει στο Ηράκλειο. Με το άνοιγμα της Χανιόπορτας Ηρακλείου το πρώτο φως της μέρας ο ίππος από την οχλαγωγία, την πολυκοσμία, αγρίεψε πολύ και έδειξε σημεία αφηνίασης. Ο αναβάτης προσπάθησε να τον συγκρατήσει με το χαλινάρι, αλλά το ζώο αγρίευε περισσότερο. Τότε του έδωσε μια δυνατή γροθιά στο κεφάλι και τον έριξε κάτω.
      Τη σκηνή αυτή παρακολουθούσε μια ομάδα τουρκοκρητικών από το πεζοδρόμιο και έμειναν άφωνοι με την υπερβολική δύναμη του χωρικού. Μάλιστα ένας από αυτούς εκδήλωσε το θαυμασμό του. Ένας άλλος εγωιστής και κακεντρεχής μη θέλοντας να αναγνωρίσει τον γκιαούρη, έβαλε στοίχημα με τον άλλο, ότι φεύγοντας από το Ηράκλειο, θα τον περιμένει στο δρόμο, να τον κακοποιήσει.
      Πράγματι το απόγευμα περίμεναν στη Γιόφυρο οι δυο τουρκοκρητικοί,  να περάσει όπως πίστευαν ο ανύποπτος Ανωγειανός. Τους είδε όμως από μακριά ο Ντακαναλογιάννης τους αναγνώρισε και μάντεψε τις κακές τους διαθέσεις. Τότε είπε στο Δημητράκη και το γέρο Κουτεντέ να προχωρούν γρήγορα με τα υποζύγια και αυτός θα τους φτάσει.
      Μόλις τον πλησίασε ο άθλιος και ελεεινός σαδιστής του πρότεινε, να κατεβάσει τη βράκα του. Ο Ντακαναλογιάννης στηριζόμενος στην Ηράκλεια δύναμη που είχε και με την ευφυΐα που τον διέκρινε,  του είπε: « Για το θεό αγά, έλα κάτω από την καμάρα, να μη μας βλέπει ο κόσμος». Ο Ντακαναλογιάννης πήγαινε μπροστά με αργό βήμα σαν να μην συνέβαινε τίποτα και προφασιζόμενος, ότι έλυνε τη βράκα του κάτω από την καμάρα, αυτός την έσφιγγε περισσότερο.  Ο τούρκος είχε πέσει στην παγίδα χωρίς να το καταλάβει και ετοιμάζονταν να προβεί στην ανήθικη πράξη του. Τότε δέχτηκε από το σιδερένιο χέρι του Ντακαναλογιάννη μια δυνατή γροθιά στο σβέρκο και έμεινε άπνους. Στη συνέχεια τον έβαλε μέσα στη βράκα του, την έδεσε από πάνω και τον πέταξε μέσα σε μια κολύμπα  του ποταμού.
       Φεύγοντας από την απέναντι όχθη του ποταμού, του είπε χλευαστικά ο άλλος τούρκος: «Με την υγεία σου Γκιαούρη» και ο Ντακαναλογιάννης του ανταπάντησε: «Ευχαριστώ Αγά». Έτσι με την γρηγοράδα που τον διέκρινε σε ελάχιστο χρόνο απομακρύνθηκε αρκετά. Μόλις συνάντησε την παρέα του, τους διηγήθηκε τον  Ηράκλειο άθλο του. Το γεγονός τούτο έγινε γνωστό στο χωριό και έκτοτε ήταν ο κατεξοχήν δυνατός και ισχυρός άνδρας των Ανωγείων.
       Ο Αμπαδιώτης Δερβίς αγάς ήταν ένας βάρβαρος γενίτσαρος των Κουρτών (Τουρκοχώρι κοντά στον Ζαρό), επισκέπτονταν τακτικά τα Ανώγεια και διασκέδαζε με άλλους αγάδες. Είχε ολόκληρο χαρέμι από κορίτσια και γυναίκες σκοτωμένων χριστιανών, καταπίεζε βάναυσα το χριστιανικό στοιχείο στη Μεσαρά και ήταν πολύ μισητό πρόσωπο σε όλη την Κρήτη. Το δρομολόγιο που ακολουθούσε για τα Ανώγεια, ήταν Κούρτες - Καμάρες - οροπέδιο Νίδας - Ανώγεια. Ο μισητός αυτός γενίτσαρος κάθονταν στο στομάχι όλων των Ανωγειανών, αλλά προπαντός του Βασίλη Σμπώκου ή Σμπωκοβασίλη ο οποίος προΐσταστο  την περίοδο εκείνη της Εθνικής κινήσεως στα Ανώγεια.
         Ο Δερβίσης ήθελε να πάρει τη  Φανή την κόρη ενός Αεράκη από τα Ανώγεια, η οποία ήταν πάρα πολύ όμορφη, με σκοπό να την κλείσει στο χαρέμι του.
         Ο Σμπωκοβασίλης είχε συνδεθεί με τους Λόγιο γιατρό από τον Άγιο Θωμά (αργότερα έγινε Χαΐνης και τιμωρούσε τους γενίτσαρους), τον Χουσεΐν Κουρμούλη (κρυπτοχριστιανό) από τον Κουσέ της Μεσαράς και τους παράτολμους ηρωικούς  χαΐνηδες του Ψηλορείτη  αδελφούς Κωνσταντή και Φραγκιό Λεράτο από τα Βορίζια. Ο Δερβίσης διακρίνονταν για την αφοβία του, είχε σκοτώσει τον πατέρα του Κωνσταντή και Φραγκιού Λεράτου και είχε προσβάλει την αδελφή τους.
         Μια μέρα πληροφορήθηκαν οι παραπάνω  Χαΐνηδες  του Ψηλορείτη, ότι ο  Δερβίσης, θα πήγαινε στα Ανώγεια. Ο Σμπωκοβασίλης, ο Εμμαν. Δακανάλης ή Παπαδομανόλης και οι αδελφοί Κωνσταντής και Φραγκιός Λεράτος πήραν θέσεις στην πηγή της Μηλιάς ή Πέρα Μασχάλι του Σταυρού στο οροπέδιο της Νίδας και περίμεναν το Δερβίση. Τον άφησαν να περάσει με το άλογο του και ανέλαβε να τον εκτελέσει κατά το σχέδιο ο Κωνσταντής. Σε περίπτωση που δεν τα κατάφερνε, θα επέβαινε ο Φραγκιός και αν απαιτούνταν πρόσθετη βοήθεια, θα επέβαιναν  οι άλλοι.
         Στην μονομαχία που ακολούθησε πήρε μια σφαίρα ο Δερβίσης στην αριστερή ωμοπλάτη. Ταμπουρώθηκε πίσω από ένα βράχο και πυροβολούσε τον Κωνσταντή. Όταν τέλειωσαν τα βόλια του χρησιμοποιούσε τα ασημένια νομίσματα (εξάρια) που κρατούσε για τη Φανή, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο Δερβίσης πρόλαβε και μπήκε σε μια μικρή σπηλιά και αμύνονταν. Τότε άναψε ξύλα ο Κωσταντής στην είσοδο της σπηλιάς και τον έκαψε ζωντανό. Έκτοτε ονομάστηκε ο Σπήλιος του Δερβίση. (Τα παραπάνω διηγήθηκαν στο γιατρό Γ. Δακανάλη, οι Γιώργης Ν. Κεφαλογιάννης ή Δράκος και ο Βασίλειος Γ. Βρέντζος,  που βρίσκονταν τότε σε ηλικία 85 ετών).     
     Ο άγνωστος ριμαδόρος της εποχής ύμνησε το Λεράτο με το παρακάτω τραγούδι, απόσπασμα του οποίου παραθέτουμε.
………………………
-Κι ο Κωνσταντής του φώναξε από ένα χαρακάκι.
 Ίντα γυρεύεις Δερβίς Αγά σε τούτο το λημέρι,
 που είναι άγριο και αφιλόξενο για το δικό σου ασκέρι;
-Έλα κουμπάρε Κωνσταντή, να κάνουμε  τσιγάρο
 από κείνο τον καλό καπνό που ζάρει και φουμάρω.
-Μα  γω γροικώ Δερβίς Αγά πως δε σε πιάνει μπάλα
 κι ήθελα να σου παίξω μια εις τη ζερβή κουτάλα.
-Αυτά κουμπάρε Κωνσταντή λόγια ναι των ανθρώπων
 ποιόν άντρα μπάλα δεν περνά σε τούτονε τον τόπο!
-Να σου την παίξω θέλω γω και ας πάει η κεφαλή μου
 κι ομπρός μου την εφίλησες μπουρμπά την αδελφή μου.
 Να σε σκοτώσω θέλω γω, με δυο ζευγάρια μπάλες
 που σκότωσες τον κύρη μου κι ήταν σωριά κοκάλες.
 Γυρίζει και ξαμώνει του στο κόκκινο γελέκι
 εκείνη  να τον εύρηκε, γη μπουρμπά και πέφτει.
       Η Φανή γλίτωσε από τα χέρια του αιμοβόρου γενίτσαρου, την παντρεύτηκε ένας Σκουλάς και απέκτησε τον παπά Μιχάλη Σκουλά οπλαρχηγό, ο οποίος το 1867 έσωσε τα Ανώγεια από τη σφαγή των τούρκων.
Γιώργης Δακανάλης
       Γιώργης Ιωάννη. Δακανάλης ή Μπέτσιος οπλαρχηγός: Ήταν γιος του Γιάννη Δακανάλη ή Ντακαναλογιάννη και αδελφός με το Δημήτρη επίσης οπλαρχηγό. Διακρίνονταν για την ανδρεία του, είχε πάρει μέρος σε πολλές μάχες εναντίο των τούρκων και δημιούργησε οικογένεια.
     Ο Χουσεΐν Πασάς υπέταξε τη Μεσαρά, πέρασε στο Μυλοπόταμο, στρατοπέδευσε στο χωριό Μελιδόνι και πολιόρκησε 370 γυναικόπαιδα του χωριού με  30 περίπου πολεμιστές στο μεγάλο σπήλαιο του Μελιδονίου. Η πολιορκία κράτησε περίπου τρεις μήνες με ανελέητους βομβαρδισμούς και ανεπιτυχής εφόδους. Το δράμα των πολιορκούμενων κορυφώθηκε τον Ιανουάριο του 1824, όταν από το άνοιγμα της οροφής του σπηλαίου έριξαν μέσα εύφλεκτες ύλες και έβαλαν φωτιά. Όλοι πνίγηκαν από τους καπνούς ή κάηκαν από τις φωτιές. (Θ. Δετοράκης Ιστορ. Της Κρήτης σελ 340).
        Μετά την τραγωδία του Μελιδονίου ο Χουσεΐν με το στρατό του προέλασε στο Πάνω Μυλοπόταμο. Οι κάτοικοι της περιοχής υποτάσσονταν στον Χουσεΐν, έχοντας ως παράδειγμα το Μελιδόνι.
      Μια ομάδα Ανωγειανών με οπλαρχηγούς τους Γιώργη Δακανάλη ή Μπέτσιο, Γιώργη Σπυθούρη και άλλους επιτέθηκαν κατά της οπισθοφυλακής του πολυάριθμου στρατού του Χουσεΐν και του προξένησαν μικρές απώλειες. Ο Χουσεΐν θεώρησε παράσπονδους τους κατοίκους του χωριού Χώνος, διέταξε την σφαγή των κατοίκων και την πυρπόληση  του χωριού (λέγεται κατόπιν υπόδειξης του τρίτου των Γιουσούφηδων, που ήταν οδηγός του Χουσεΐν). Από τη μεγάλη αυτή σφαγή σώθηκαν δυο μόνο οικογένειες οι Γεμιστοί και οι Βενέτικοι που κατοικούσαν στο Πέρα Μετόχι του χωριού. Τα σπίτια τους ήταν κρυμμένα μέσε σε δάσος από βελανιδιές και διέλαθαν της προσοχής του εχθρού. (Γ. Δακανάλης σελ 35).
        Στη μάχη αυτή του Γενί Γκαβέ όπως ονομάστηκε, έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι οι Ανωγειανοί Γιώργης Δακανάλης ή Μπέτσιος, Γιώργης Σπυθούρης, ένας Κρασάς, δυο Νιώτιδες και άλλοι (Διήγηση Νικολάου Γεωργίου Δακανάλη ή Μιχαλονικολή).
       Δημήτρης Ιωάν. Δακανάλης οπλαρχηγός: Ο Δημήτρης όπως προαναφέραμε ήταν αδέλφια με τον Μπέτσιο. Ο οποίος είχε πλέον ενηλικιωθεί, πήρε τα όπλα, ζώστηκε φυσεκλίκια, έγινε διώκτης των τούρκων  ακολουθώντας το παράδειγμα της οικογένειας των Δακανάληδων και των άλλων Ανωγειανών.
      Κατά το χρονικό διάστημα από το 1824 μέχρι το 1830 έλαβαν χώρα πολλές συγκρούσεις μεταξύ Ανωγειανών και Τούρκων με οπλαρχηγούς τους Ξετρύπη, Γ. Ξυλούρη ή Σουβλή, το Νιώτη, τον Παλμέτη από το Καμαράκι και το Νίκο Καπετανάκη από τη Ροδιά.
      Σε μια συμπλοκή μεταξύ Ανωγεινών, Μαλεβυζιωτών και Τούρκων στην περιοχή του Γαζίου, ο Σταύρος Ξετρύπης καταδίωξε ένα τούρκο ιππέα και τον εκτέλεσε, τον τραυμάτισε όμως ένας άλλος τούρκος. Επίσης τραυματίστηκε βαριά ο Γιάννης Δακανάλης ή Ντακαναλογιάννης, ο οποίος πέθανε αργότερα στο σπήλαιο των Κεντράδων (Φαράγγι των Μαχών). Οι Ανωγειανοί συνέλαβαν αιχμάλωτο  τον επιφανή τούρκο Προβιά από τον Άγιο Σύλλα πατέρα των Ιμπραήμ και Σουλεϊμάν.
      Τον αιχμάλωτο παρέδωσε ο Νιώτης στον οπλαρχηγό Δακανάλη Δημήτρη, να τον εκτελέσει, για να εκδικηθεί τον ηρωικό θάνατο του αδελφού του Μπέτσιου στη μάχη του Γενί Γκαβέ και το βαρύ τραυματισμό του πατέρα του στη μάχη του Γαζίου, εξ αιτίας του οποίου πέθανε αργότερα.
      Τον μετέφερε στα Ανώγεια στο σπίτι του, τον φιλοξένησε και άρχισαν μεταξύ τους μια μεγάλη ειρηνική συζήτηση. Στο τέλος της συζήτησης τον παρακάλεσε ο τούρκος, να του χαρίσει τη ζωή προβάλλοντας διαφόρους λόγους. Ο Δημήτρης ήρεμος πλέον στάθμισε την κατάσταση, προφανώς τον λυπήθηκε και αποφορτισμένος πλέον από τη δύνη του πολέμου του χάρισε τη ζωή. Μάλλον επικράτησαν  στον Δημήτρη οι αρχές του ανθρωπισμού και του άγραφου τότε ηθικού νόμου για τα δικαιώματα των αιχμαλώτων.  Έτσι τη νύχτα τον οδήγησε  στη θέση Κυλιστό για λόγους ασφαλείας και τον άφησε ελεύθερο.
        Οι οπλαρχηγοί Ξετρύπης, Νιώτης και Παλμέτης μόλις πληροφορήθηκαν την απελευθέρωση του τούρκου, κάλεσαν σε ανάκριση τον Δακαναλοδημήτρη. Ο οποίος τους γνωστοποίησε, ότι κατά την κρίση του είχε το δικαίωμα αυτό, αφού και ο ίδιος συμμετείχε στη σύλληψη του τούρκου. Αν τον σκότωνε δεν επρόκειτο να γυρίσουν πίσω οι δικοί του και γι αυτό τον άφησε ελεύθερο. Τη δικαιολογία αυτή την έκριναν σωστή και δεν του επέβαλαν καμιά ποινή.
       Η μεγαλόψυχη αυτή πράξη του Δακαναλοδημήτρη εκτιμήθηκε δεόντως από τον Προβιά και την οικογένεια του και έκτοτε προσέφεραν μεγάλες υπηρεσίες σε Ανωγειανούς και Χριστιανούς.
      Μόλις ηρέμησαν κάπως τα πράγματα, ο Προβιάς ανηφόρισε στα Ανώγεια με τη φοράδα του και ζήτησε να πάρει ένα παιδί από την οικογένεια των Δακανάληδων, να το αναθρέψει χριστιανικά και να το βοηθήσει οικονομικά. Έγινε σύσκεψη μεταξύ της οικογένειας των Δακανάληδων και των προυχόντων του χωριού και αποφάσισαν να του δώσουν τον ορφανό Μανόλη το μικρό γιό του Γιώργη Δακανάλη ή Μπέτσιου.
      Πράγματι τον ανέθρεψε χριστιανικά στο Μετόχι του στον Άγιο Βλάση, του έμαθε γράμματα και του αγόρασε μια μεγάλη περιουσία κοντά στο Κανλί Καστέλλι (Προφήτη Ηλία). Στο γάμο του στα Ανώγεια τον στεφάνωσε ο Προβιάς με χριστιανό αντιπρόσωπο που έστειλε, υπήρχε αυτή η συνήθεια τότε. Πολύ αργότερα ίσως προς τα τέλη του 1800 μετοίκησε στον προφήτη Ηλία ο Μανόλης Δακανάλης με την οικογένεια του και οι απόγονοι του κατέχουν την περιουσία αυτή μέχρι των ημερών μας. (Όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο Γ. Δακανάλης , όλη αυτή την ιστορία του τη διηγήθηκε το 1899 ο ίδιος ο Μανόλης Δακανάλης).-

                   Μοίρες   18 Οκτωβρίου 2015

Πηγές: Απομνημονεύματα Γιώργη Δακανάλη γιατρού σελ 20-40.
            Από τη ΒΕΝΕΤΙΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ 1996 Μανόλης Δακανάλης σελ.38-74.
            ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ. Θ Δετοράκης σελ 340.
            Οι  Παλαιοί Ανωγειανοί 2007 Ορέστης Μανούσος σελ.176-178.