Σελίδες

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΚΑΝΑΛΗΣ ή ΝΤΑΚΑΝΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ



                 ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΚΑΝΑΛΗΣ 
             ή ΝΤΑΚΑΝΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
                      οπλαρχηγός
            Του Δακανάλη Μανόλη πρώην Αγρονόμου
Γιάννης Δακανάλης

       Μετά τη μύηση στη Φιλική Εταιρεία των οπλαρχηγών στα Ανώγεια και μέχρι την κήρυξη της επανάστασης του 1821 η οποία διαφαίνονταν στον ορίζοντα, ήταν χρόνος προπαρασκευής. Οι δημογέροντες των Ανωγείων μεριμνούσαν για την συγκέντρωση καριοφιλιών, πιστολιών, μαχαιριών, πυρίτιδας και άλλων υλικών τα οποία προμηθεύονταν κυρίως από Σφακιανούς λαθρέμπορους τους γνωστούς μπασαλήδες. Η εκπαίδευση των Ανωγειανών στα όπλα γίνονταν μακριά από το χωριό και τον κόσμο. Ιδιαίτερη προσοχή έδιναν στο τρέξιμο, την πάλη,  τους πήδους, ενώ αρκετοί αναδείχτηκαν σε ωκύποδες, άριστους δρομείς και επικίνδυνους διώκτες των τούρκων.
       Πέρα όμως από την εκπαίδευση των Ανωγειανών στις πολεμικές τέχνες, την προπαρασκευή για τον επερχόμενο αγώνα, τα προβλήματα της καθημερινότητας, είχαν στο κεφάλι τους και διάφορους ενοχλητικούς γενίτσαρους.  Κυρίως στις γιορτές οι γενίτσαροι αυτοί έκαναν επισκέψεις στο χωριό και συνδιασκέδαζαν με τους Ανωγειανούς, πλην όμως πολλές φορές καταχρόνταν της φιλοξενίας των. Τέτοιοι γενίτσαροι ήταν οι Γουσούφηδες του Αμυγδαλιά (Πύργος δίπλα στο χωριό Θεοδώρα του Μυλοποτάμου), ο Δερβίς Αγάς από τις Κούρτες της Μεσαράς και ο Τουτουντζής από το χωριό Βενί του Μυλοποτάμου.
       Ο Βασίλης Σμπώκος ή Σμπωκοβασίλης, με τους προύχοντες του χωριού παπά Μιχάλη Σκουλά ή Ξώπαπα,  Ξετρύπη Σταύρο και το Δακανάλη Μανόλη ή Παπαδομανόλη, αποφάσισαν να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση αθόρυβα και χωρίς να δώσουν αφορμή στον Ορντάν Αγά, που διοικούσε το τάγμα των γενίτσαρων στο Μυλοπόταμο. (Πηγές: απομνημονεύματα γιατρού Γιώργη Δακανάλη σελ. 24-30. Οι Παλαιοί Ανωγειανοί σελ.176-178 του Ορέστη Μανούσου.
      Η αρχή έγινε από τον Τουτουτζή, τον οποίο δοθείσης ευκαιρίας έδειρε βάναυσα ο Σταύρος Ξετρύπης. Τον μετέφεραν στο σπίτι του Χαλή Αγά στην Αξό, όπου και κατέληξε χωρίς να πει τίποτα σε κανένα.
      Ο Γιάννης Δακανάλης ή Ντακαναλογιάννης ήταν γνωστός για τις υπεράνθρωπες σωματικές και ψυχικές του δυνάμεις. Ο ίδιος όπως λένε, δεν ήξερε, ότι είχε τόση μεγάλη σωματική ρώμη, νόμιζε ότι όλοι οι άνθρωποι, είχαν την ίδια δύναμη. Κάποια μέρα δυο Ανωγειανοί προσπαθούσαν να φορτώσουν σε ένα ημίονο δυο μεγάλους φάρδους κριθάρι. Φόρτωσαν τον ένα και για υποστήριγμα είχαν βάλει μια χαχαλόβεργα. Προσπαθούσαν από κοινού να φορτώσουν τον άλλο φάρδο, αλλά δεν τα κατάφερναν, γιατί έγερνε το σαμάρι του ημίονου και τους έπεφτε. Τότε ο Ντακαναλογιάννης που έτυχε να περνά από εκεί,  τους έβαλε  να υποβαστάζουν το φορτωμένο φάρδο και αυτός με μια άνετη κίνηση φόρτωσε τον άλλο. Τότε λέει κατάλαβε, ότι είχε παραπάνω δύναμη από τους άλλους. (Αφήγηση Μιχάλη Γεωργ. Δακανάλη ή Μιχαλομιχάλη 1906-1989). 
     Ο Σπωκοβασίλης, ο Ξετρύπης με τους λοιπούς προύχοντες κατέστρωσαν το σχέδιο της εξόντωσης  του Γιουσούφ Αγά, χωρίς να ενοχοποιηθεί το χωριό για το φόνο. Οι τούρκοι συνήθως μόνο όταν τους κτυπούσαν με το όπλο, το έκαναν επίσημα γνωστό, διαφορετικά λόγω εγωισμού δεν έλεγαν τίποτα. Την εκτέλεση του σχεδίου ανέθεσαν στον Ντακαναλογιάννη ως ένας άλλος Ηρακλής.
         Σε ένα τέτοιο γλέντι που διοργάνωσε στην πλατεία Λιβάδι στο Περαχώρι ο Γιουσούφ Αγάς του Αμυγδαλιά, διασκέδαζε όρθιος και οπλισμένος. Δίπλα του έστεκε ο σωματοφύλακας του και παραπέρα  ήταν δεμένη τη φοράδα του. Ενώ το γλέντι βρίσκονταν στο αποκορύφωμα, έφθασε πιωμένος ο Ντακαναλογιάννης, είχε επιδεικτικά το πιστόλι στη μέση του και έκανε τον αφελή.
       Ο Γιουσούφ εξαγριώθηκε βλέποντας το πιστόλι και  του φωνάζει: «Γκιαούρη πως τολμάς  να φέρεις μαζί σου πιστόλι και να παρουσιάζεσαι ενώπιον μου». Ψύχραιμος ο Ντακαναλογιάννης με μια κίνηση σαν να ήθελε να τον αγκαλιάσει, τον έσφιξε δυνατά στα πλευρά. Το μόνο που είπε ο Γιουσούφ ήταν : «τη φοράδα μου» και έπεσε λιπόθυμος. Τον έβαλαν στη φοράδα και έφυγε με το σωματοφύλακά του. Στην τοποθεσία «Ζερβού» κοντά στην Ιερά Μονή Χαλέπας παρέδωσε το πνεύμα  στον Αλλάχ.
       Ως φαίνεται έσπασαν τα πλευρά του με το δυνατό σφίξιμο, κάρφωσαν στα πνευμόνια του και πέθανε από εσωτερική αιμορραγία. Στη συνέχεια μετέφεραν το πτώμα του στον Αμυγδαλιά, όπου το έθαψαν. Ο σωματοφύλακας του είπε στον Ορντάν Αγά, ότι έπεσε από τη σκάλα και έσπασε τα πλευρά του. Τόση μεγάλη ήταν η υπερηφάνεια των εξωμοτών γενίτσαρων, ώστε κρατούσαν τα παθήματα των μυστικά.
       Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα άλλο περιστατικό με το Ντακαναλογιάννη και αξίζει εξιστόρησης. Το 1816  πήγαινε για ψώνια στο Ηράκλειο μαζί  με τον νεαρό γιό του Δημήτρη (αργότερα οπλαρχηγό) και το γέρο Κουτεντέ πατέρα του Γιώργη Κουτεντέ ή Καψάλη, ο οποίος διέσωσε την ιστορία αυτή.
      Ο Ντακαναλογιάννης ήταν έφιππος σε ένα άγιο ίππο χωρίς σέλα, με σκοπό να τον πουλήσει στο Ηράκλειο. Με το άνοιγμα της Χανιόπορτας Ηρακλείου το πρώτο φως της μέρας ο ίππος από την οχλαγωγία, την πολυκοσμία, αγρίεψε πολύ και έδειξε σημεία αφηνίασης. Ο αναβάτης προσπάθησε να τον συγκρατήσει με το χαλινάρι, αλλά το ζώο αγρίευε περισσότερο. Τότε του έδωσε μια δυνατή γροθιά στο κεφάλι και τον έριξε κάτω.
      Τη σκηνή αυτή παρακολουθούσε μια ομάδα τουρκοκρητικών από το πεζοδρόμιο και έμειναν άφωνοι με την υπερβολική δύναμη του χωρικού. Μάλιστα ένας από αυτούς εκδήλωσε το θαυμασμό του. Ένας άλλος εγωιστής και κακεντρεχής μη θέλοντας να αναγνωρίσει τον γκιαούρη, έβαλε στοίχημα με τον άλλο, ότι φεύγοντας από το Ηράκλειο, θα τον περιμένει στο δρόμο, να τον κακοποιήσει.
      Πράγματι το απόγευμα περίμεναν στη Γιόφυρο οι δυο τουρκοκρητικοί,  να περάσει όπως πίστευαν ο ανύποπτος Ανωγειανός. Τους είδε όμως από μακριά ο Ντακαναλογιάννης τους αναγνώρισε και μάντεψε τις κακές τους διαθέσεις. Τότε είπε στο Δημητράκη και το γέρο Κουτεντέ να προχωρούν γρήγορα με τα υποζύγια και αυτός θα τους φτάσει.
      Μόλις τον πλησίασε ο άθλιος και ελεεινός σαδιστής του πρότεινε, να κατεβάσει τη βράκα του. Ο Ντακαναλογιάννης στηριζόμενος στην Ηράκλεια δύναμη που είχε και με την ευφυΐα που τον διέκρινε,  του είπε: « Για το θεό αγά, έλα κάτω από την καμάρα, να μη μας βλέπει ο κόσμος». Ο Ντακαναλογιάννης πήγαινε μπροστά με αργό βήμα σαν να μην συνέβαινε τίποτα και προφασιζόμενος, ότι έλυνε τη βράκα του κάτω από την καμάρα, αυτός την έσφιγγε περισσότερο.  Ο τούρκος είχε πέσει στην παγίδα χωρίς να το καταλάβει και ετοιμάζονταν να προβεί στην ανήθικη πράξη του. Τότε δέχτηκε από το σιδερένιο χέρι του Ντακαναλογιάννη μια δυνατή γροθιά στο σβέρκο και έμεινε άπνους. Στη συνέχεια τον έβαλε μέσα στη βράκα του, την έδεσε από πάνω και τον πέταξε μέσα σε μια κολύμπα  του ποταμού.
       Φεύγοντας από την απέναντι όχθη του ποταμού, του είπε χλευαστικά ο άλλος τούρκος: «Με την υγεία σου Γκιαούρη» και ο Ντακαναλογιάννης του ανταπάντησε: «Ευχαριστώ Αγά». Έτσι με την γρηγοράδα που τον διέκρινε σε ελάχιστο χρόνο απομακρύνθηκε αρκετά. Μόλις συνάντησε την παρέα του, τους διηγήθηκε τον  Ηράκλειο άθλο του. Το γεγονός τούτο έγινε γνωστό στο χωριό και έκτοτε ήταν ο κατεξοχήν δυνατός και ισχυρός άνδρας των Ανωγείων.
       Ο Αμπαδιώτης Δερβίς αγάς ήταν ένας βάρβαρος γενίτσαρος των Κουρτών (Τουρκοχώρι κοντά στον Ζαρό), επισκέπτονταν τακτικά τα Ανώγεια και διασκέδαζε με άλλους αγάδες. Είχε ολόκληρο χαρέμι από κορίτσια και γυναίκες σκοτωμένων χριστιανών, καταπίεζε βάναυσα το χριστιανικό στοιχείο στη Μεσαρά και ήταν πολύ μισητό πρόσωπο σε όλη την Κρήτη. Το δρομολόγιο που ακολουθούσε για τα Ανώγεια, ήταν Κούρτες - Καμάρες - οροπέδιο Νίδας - Ανώγεια. Ο μισητός αυτός γενίτσαρος κάθονταν στο στομάχι όλων των Ανωγειανών, αλλά προπαντός του Βασίλη Σμπώκου ή Σμπωκοβασίλη ο οποίος προΐσταστο  την περίοδο εκείνη της Εθνικής κινήσεως στα Ανώγεια.
         Ο Δερβίσης ήθελε να πάρει τη  Φανή την κόρη ενός Αεράκη από τα Ανώγεια, η οποία ήταν πάρα πολύ όμορφη, με σκοπό να την κλείσει στο χαρέμι του.
         Ο Σμπωκοβασίλης είχε συνδεθεί με τους Λόγιο γιατρό από τον Άγιο Θωμά (αργότερα έγινε Χαΐνης και τιμωρούσε τους γενίτσαρους), τον Χουσεΐν Κουρμούλη (κρυπτοχριστιανό) από τον Κουσέ της Μεσαράς και τους παράτολμους ηρωικούς  χαΐνηδες του Ψηλορείτη  αδελφούς Κωνσταντή και Φραγκιό Λεράτο από τα Βορίζια. Ο Δερβίσης διακρίνονταν για την αφοβία του, είχε σκοτώσει τον πατέρα του Κωνσταντή και Φραγκιού Λεράτου και είχε προσβάλει την αδελφή τους.
         Μια μέρα πληροφορήθηκαν οι παραπάνω  Χαΐνηδες  του Ψηλορείτη, ότι ο  Δερβίσης, θα πήγαινε στα Ανώγεια. Ο Σμπωκοβασίλης, ο Εμμαν. Δακανάλης ή Παπαδομανόλης και οι αδελφοί Κωνσταντής και Φραγκιός Λεράτος πήραν θέσεις στην πηγή της Μηλιάς ή Πέρα Μασχάλι του Σταυρού στο οροπέδιο της Νίδας και περίμεναν το Δερβίση. Τον άφησαν να περάσει με το άλογο του και ανέλαβε να τον εκτελέσει κατά το σχέδιο ο Κωνσταντής. Σε περίπτωση που δεν τα κατάφερνε, θα επέβαινε ο Φραγκιός και αν απαιτούνταν πρόσθετη βοήθεια, θα επέβαιναν  οι άλλοι.
         Στην μονομαχία που ακολούθησε πήρε μια σφαίρα ο Δερβίσης στην αριστερή ωμοπλάτη. Ταμπουρώθηκε πίσω από ένα βράχο και πυροβολούσε τον Κωνσταντή. Όταν τέλειωσαν τα βόλια του χρησιμοποιούσε τα ασημένια νομίσματα (εξάρια) που κρατούσε για τη Φανή, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο Δερβίσης πρόλαβε και μπήκε σε μια μικρή σπηλιά και αμύνονταν. Τότε άναψε ξύλα ο Κωσταντής στην είσοδο της σπηλιάς και τον έκαψε ζωντανό. Έκτοτε ονομάστηκε ο Σπήλιος του Δερβίση. (Τα παραπάνω διηγήθηκαν στο γιατρό Γ. Δακανάλη, οι Γιώργης Ν. Κεφαλογιάννης ή Δράκος και ο Βασίλειος Γ. Βρέντζος,  που βρίσκονταν τότε σε ηλικία 85 ετών).     
     Ο άγνωστος ριμαδόρος της εποχής ύμνησε το Λεράτο με το παρακάτω τραγούδι, απόσπασμα του οποίου παραθέτουμε.
………………………
-Κι ο Κωνσταντής του φώναξε από ένα χαρακάκι.
 Ίντα γυρεύεις Δερβίς Αγά σε τούτο το λημέρι,
 που είναι άγριο και αφιλόξενο για το δικό σου ασκέρι;
-Έλα κουμπάρε Κωνσταντή, να κάνουμε  τσιγάρο
 από κείνο τον καλό καπνό που ζάρει και φουμάρω.
-Μα  γω γροικώ Δερβίς Αγά πως δε σε πιάνει μπάλα
 κι ήθελα να σου παίξω μια εις τη ζερβή κουτάλα.
-Αυτά κουμπάρε Κωνσταντή λόγια ναι των ανθρώπων
 ποιόν άντρα μπάλα δεν περνά σε τούτονε τον τόπο!
-Να σου την παίξω θέλω γω και ας πάει η κεφαλή μου
 κι ομπρός μου την εφίλησες μπουρμπά την αδελφή μου.
 Να σε σκοτώσω θέλω γω, με δυο ζευγάρια μπάλες
 που σκότωσες τον κύρη μου κι ήταν σωριά κοκάλες.
 Γυρίζει και ξαμώνει του στο κόκκινο γελέκι
 εκείνη  να τον εύρηκε, γη μπουρμπά και πέφτει.
       Η Φανή γλίτωσε από τα χέρια του αιμοβόρου γενίτσαρου, την παντρεύτηκε ένας Σκουλάς και απέκτησε τον παπά Μιχάλη Σκουλά οπλαρχηγό, ο οποίος το 1867 έσωσε τα Ανώγεια από τη σφαγή των τούρκων.
Γιώργης Δακανάλης
       Γιώργης Ιωάννη. Δακανάλης ή Μπέτσιος οπλαρχηγός: Ήταν γιος του Γιάννη Δακανάλη ή Ντακαναλογιάννη και αδελφός με το Δημήτρη επίσης οπλαρχηγό. Διακρίνονταν για την ανδρεία του, είχε πάρει μέρος σε πολλές μάχες εναντίο των τούρκων και δημιούργησε οικογένεια.
     Ο Χουσεΐν Πασάς υπέταξε τη Μεσαρά, πέρασε στο Μυλοπόταμο, στρατοπέδευσε στο χωριό Μελιδόνι και πολιόρκησε 370 γυναικόπαιδα του χωριού με  30 περίπου πολεμιστές στο μεγάλο σπήλαιο του Μελιδονίου. Η πολιορκία κράτησε περίπου τρεις μήνες με ανελέητους βομβαρδισμούς και ανεπιτυχής εφόδους. Το δράμα των πολιορκούμενων κορυφώθηκε τον Ιανουάριο του 1824, όταν από το άνοιγμα της οροφής του σπηλαίου έριξαν μέσα εύφλεκτες ύλες και έβαλαν φωτιά. Όλοι πνίγηκαν από τους καπνούς ή κάηκαν από τις φωτιές. (Θ. Δετοράκης Ιστορ. Της Κρήτης σελ 340).
        Μετά την τραγωδία του Μελιδονίου ο Χουσεΐν με το στρατό του προέλασε στο Πάνω Μυλοπόταμο. Οι κάτοικοι της περιοχής υποτάσσονταν στον Χουσεΐν, έχοντας ως παράδειγμα το Μελιδόνι.
      Μια ομάδα Ανωγειανών με οπλαρχηγούς τους Γιώργη Δακανάλη ή Μπέτσιο, Γιώργη Σπυθούρη και άλλους επιτέθηκαν κατά της οπισθοφυλακής του πολυάριθμου στρατού του Χουσεΐν και του προξένησαν μικρές απώλειες. Ο Χουσεΐν θεώρησε παράσπονδους τους κατοίκους του χωριού Χώνος, διέταξε την σφαγή των κατοίκων και την πυρπόληση  του χωριού (λέγεται κατόπιν υπόδειξης του τρίτου των Γιουσούφηδων, που ήταν οδηγός του Χουσεΐν). Από τη μεγάλη αυτή σφαγή σώθηκαν δυο μόνο οικογένειες οι Γεμιστοί και οι Βενέτικοι που κατοικούσαν στο Πέρα Μετόχι του χωριού. Τα σπίτια τους ήταν κρυμμένα μέσε σε δάσος από βελανιδιές και διέλαθαν της προσοχής του εχθρού. (Γ. Δακανάλης σελ 35).
        Στη μάχη αυτή του Γενί Γκαβέ όπως ονομάστηκε, έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι οι Ανωγειανοί Γιώργης Δακανάλης ή Μπέτσιος, Γιώργης Σπυθούρης, ένας Κρασάς, δυο Νιώτιδες και άλλοι (Διήγηση Νικολάου Γεωργίου Δακανάλη ή Μιχαλονικολή).
       Δημήτρης Ιωάν. Δακανάλης οπλαρχηγός: Ο Δημήτρης όπως προαναφέραμε ήταν αδέλφια με τον Μπέτσιο. Ο οποίος είχε πλέον ενηλικιωθεί, πήρε τα όπλα, ζώστηκε φυσεκλίκια, έγινε διώκτης των τούρκων  ακολουθώντας το παράδειγμα της οικογένειας των Δακανάληδων και των άλλων Ανωγειανών.
      Κατά το χρονικό διάστημα από το 1824 μέχρι το 1830 έλαβαν χώρα πολλές συγκρούσεις μεταξύ Ανωγειανών και Τούρκων με οπλαρχηγούς τους Ξετρύπη, Γ. Ξυλούρη ή Σουβλή, το Νιώτη, τον Παλμέτη από το Καμαράκι και το Νίκο Καπετανάκη από τη Ροδιά.
      Σε μια συμπλοκή μεταξύ Ανωγεινών, Μαλεβυζιωτών και Τούρκων στην περιοχή του Γαζίου, ο Σταύρος Ξετρύπης καταδίωξε ένα τούρκο ιππέα και τον εκτέλεσε, τον τραυμάτισε όμως ένας άλλος τούρκος. Επίσης τραυματίστηκε βαριά ο Γιάννης Δακανάλης ή Ντακαναλογιάννης, ο οποίος πέθανε αργότερα στο σπήλαιο των Κεντράδων (Φαράγγι των Μαχών). Οι Ανωγειανοί συνέλαβαν αιχμάλωτο  τον επιφανή τούρκο Προβιά από τον Άγιο Σύλλα πατέρα των Ιμπραήμ και Σουλεϊμάν.
      Τον αιχμάλωτο παρέδωσε ο Νιώτης στον οπλαρχηγό Δακανάλη Δημήτρη, να τον εκτελέσει, για να εκδικηθεί τον ηρωικό θάνατο του αδελφού του Μπέτσιου στη μάχη του Γενί Γκαβέ και το βαρύ τραυματισμό του πατέρα του στη μάχη του Γαζίου, εξ αιτίας του οποίου πέθανε αργότερα.
      Τον μετέφερε στα Ανώγεια στο σπίτι του, τον φιλοξένησε και άρχισαν μεταξύ τους μια μεγάλη ειρηνική συζήτηση. Στο τέλος της συζήτησης τον παρακάλεσε ο τούρκος, να του χαρίσει τη ζωή προβάλλοντας διαφόρους λόγους. Ο Δημήτρης ήρεμος πλέον στάθμισε την κατάσταση, προφανώς τον λυπήθηκε και αποφορτισμένος πλέον από τη δύνη του πολέμου του χάρισε τη ζωή. Μάλλον επικράτησαν  στον Δημήτρη οι αρχές του ανθρωπισμού και του άγραφου τότε ηθικού νόμου για τα δικαιώματα των αιχμαλώτων.  Έτσι τη νύχτα τον οδήγησε  στη θέση Κυλιστό για λόγους ασφαλείας και τον άφησε ελεύθερο.
        Οι οπλαρχηγοί Ξετρύπης, Νιώτης και Παλμέτης μόλις πληροφορήθηκαν την απελευθέρωση του τούρκου, κάλεσαν σε ανάκριση τον Δακαναλοδημήτρη. Ο οποίος τους γνωστοποίησε, ότι κατά την κρίση του είχε το δικαίωμα αυτό, αφού και ο ίδιος συμμετείχε στη σύλληψη του τούρκου. Αν τον σκότωνε δεν επρόκειτο να γυρίσουν πίσω οι δικοί του και γι αυτό τον άφησε ελεύθερο. Τη δικαιολογία αυτή την έκριναν σωστή και δεν του επέβαλαν καμιά ποινή.
       Η μεγαλόψυχη αυτή πράξη του Δακαναλοδημήτρη εκτιμήθηκε δεόντως από τον Προβιά και την οικογένεια του και έκτοτε προσέφεραν μεγάλες υπηρεσίες σε Ανωγειανούς και Χριστιανούς.
      Μόλις ηρέμησαν κάπως τα πράγματα, ο Προβιάς ανηφόρισε στα Ανώγεια με τη φοράδα του και ζήτησε να πάρει ένα παιδί από την οικογένεια των Δακανάληδων, να το αναθρέψει χριστιανικά και να το βοηθήσει οικονομικά. Έγινε σύσκεψη μεταξύ της οικογένειας των Δακανάληδων και των προυχόντων του χωριού και αποφάσισαν να του δώσουν τον ορφανό Μανόλη το μικρό γιό του Γιώργη Δακανάλη ή Μπέτσιου.
      Πράγματι τον ανέθρεψε χριστιανικά στο Μετόχι του στον Άγιο Βλάση, του έμαθε γράμματα και του αγόρασε μια μεγάλη περιουσία κοντά στο Κανλί Καστέλλι (Προφήτη Ηλία). Στο γάμο του στα Ανώγεια τον στεφάνωσε ο Προβιάς με χριστιανό αντιπρόσωπο που έστειλε, υπήρχε αυτή η συνήθεια τότε. Πολύ αργότερα ίσως προς τα τέλη του 1800 μετοίκησε στον προφήτη Ηλία ο Μανόλης Δακανάλης με την οικογένεια του και οι απόγονοι του κατέχουν την περιουσία αυτή μέχρι των ημερών μας. (Όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο Γ. Δακανάλης , όλη αυτή την ιστορία του τη διηγήθηκε το 1899 ο ίδιος ο Μανόλης Δακανάλης).-

                   Μοίρες   18 Οκτωβρίου 2015

Πηγές: Απομνημονεύματα Γιώργη Δακανάλη γιατρού σελ 20-40.
            Από τη ΒΕΝΕΤΙΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ 1996 Μανόλης Δακανάλης σελ.38-74.
            ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ. Θ Δετοράκης σελ 340.
            Οι  Παλαιοί Ανωγειανοί 2007 Ορέστης Μανούσος σελ.176-178.

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2015

ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ ΔΑΚΑΝΑΛΗΣ ΜΑΝΟΛΗΣ ή ΠΑΠΑΔΟΜΑΝΟΛΗΣ



                    

                     EMMANΟΥΗΛ ΔΑΚΑΝΑΛΗΣ
                      ή ΠΑΠΑΔΟΜΑΝΟΛΗΣ
                                   Οπλαρχηγός  Ανωγείων-φιλικός

                  Του Δακανάλη Μανόλη πρώην  Αγρονόμου
        Ο Εμμανουήλ Δακανάλης ή Παπαδομανόλης οπλαρχηγός, γεννήθηκε στα Ανώγεια-Μυλοποτάμου λίγα χρόνια πριν από το 1800, ήταν γιος του παπά Ζαχαρία και αδελφός του παπά Γιάννη Δακανάλη οπλαρχηγού. Στη διημερίδα ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΩΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΝΩΓΕΙΩΝ που έγινε  στα Ανώγεια στις 12-13 Αυγούστου 2015, ο Στέργιος Μανουράς δικηγόρος εισηγήθηκε το θέμα «Η Εκπαίδευση στα Ανώγεια από το 1800». Σύμφωνα με την εισήγησή του  στα Ανώγεια πριν το 1821 οι γνωρίζοντες γραφή και ανάγνωση ήταν κάτω από 6-7 άτομα, με τον πλέον μορφωμένο τον παπά Γιάννη Δακανάλη. Σχολείο δεν υπήρχε στα Ανώγεια, γράμματα μάθαιναν σε σχολεία   του Ρεθύμνου, Ηρακλείου, αλλά και από κάποιο παπά ή άλλο εγγράμματο. Συμπερασματικά γνώριζε γράμματα και ο Παπαδομανόλης μιας και ήταν μέλος εγγράμματης οικογένειας.
      Ο Γεώργιος Αναγνώστου Σκουλάς ή Μπογκιώρνος στα απομνημονεύματα του σκιαγραφεί με το δικό του τρόπο την προσωπικότητα του ήρωα Παπαδομανόλη και χρησιμοποιώ τα δικά του λόγια: «Ο Παπαδομανώλης έχαιρεν της  γενικής υπολήψεως όλων εν γένει, υπακούοντες ανεξαιρέτως και πειθόμενοι αυτώ, ειδόντες εκ πείρας ότι αυτός μόνο ήτο ικανός να σκέπτεται να πράττη ό,τι  συνέφερεν εις την πατρίδα και εις όλους εν γένει κατασταθείς ούτω απολύτως κύριος πάντων χωρίς να εκλεγή ή να διορισθή υπό τινός, αλλά μόνο δια την φρόνησιν την ανδρείαν και την αμεροληψίαν αυτού…. Αλλά και αυτός ο Παπαδομανώλης καίτοι απλός και μετρημένος μαθήσεως δεν υπερηφανεύθη όμως δια την θέσιν του ταύτη…. Πάντοτε έλεγε εις τους στρατιώτας του, ότι άπαντες πρέπει να προσφέρωμεν εις την πατρίδα κατά χρέος και δια την σωτηρίαν ημών συγχρόνως….. Ασφαλίσας ούτως τας υποθέσεις του χωριού δια της επιτυχούς διοργανώσεως αυτού και έχων την πλήρη πεποίθησιν εις τον στρατόν αυτού αφιερώθη όλως διόλου εις επιδρομάς και εκστρατείας. Αι σημαίαι αυτού εφαίνοντο παντού, και πάντοτε ενέσπειρε τον τρόμον και την φρίκην εις τους Τούρκους. Άλλοτε εξημερώνετο έξωθεν των τειχών του Ηρακλείου κατακόπτων τους εξερχόμενους δια τας χρείας αυτών Τούρκους, και  άλλοτε ανεφαίνετο πλησίον του Αγίου Μύρωνος προσβάλων τους εχθρούς εις αυτάς τας σκηνάς των. Πολλάκις έθεσε πυρ εις τα πύλας αυτής της πόλεως όχι βεβαίως με την ιδέαν ότι ηδύνατο να κυριεύση την πόλιν με τόσο ολιγάριθμον στρατόν αλλά δια να εκφοβίζει και να περιορίζη τους εν αυτή πολιορκουμένους…».
       Ο Παπαδομανόλης ήταν βοσκός και η αποστροφή-δοχή του (το μέρος που έχει το ποίμνιο) ήταν στα νοτικά του οροπεδίου της Νίδα, όπου βρίσκεται και το μητάτο του σε καλή κατάσταση. Τα έγκαλα πρόβατα (γαλακτοφόρα) τα είχε στη Νίδα, ενώ τα στείρα στον Σκίνακα και τα πότιζε στου Βλάχου τα Πηγάδια. Ήταν αρραβωνιασμένος με την Ζαφείρα κόρη του Μανουρά Περπυρή, η οποία ήταν γνήσια Ανωγειανή ηρωίδα, γενναία και λεβεντόκορμη νέα. Μάλιστα μαζί με την  Αγάπη Νιώτη, τη Δραμουντάνα και την Αρετή Μπαντιδόνη είχαν φιλοτεχνήσει τη σημαία των Ανωγείων με μεγάλη μυστικότητα. Είχε διαγώνιο σταυρό με  κεντημένες τις λέξεις  ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ-ΠΑΤΡΙΣ-ΠΙΣΤΙΣ.
      Μύηση  Ανωγειανών στη Φιλική Εταιρεία. Πλησίαζε το 1821 και η ιδέα του ξεσηκωμού  του γένους είχε πλέον  ωριμάσει  και οι Ανωγειανοί περίμεναν με ανυπομονησία την ποθητή αυτή μέρα.
      Ας δούμε όμως πως έγινε η μύηση Ανωγειανών στη ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ.  Σύμφωνα με τα δακτυλογραφημένα απομνημονεύματα του γιατρού Γεωργίου Δακανάλη (1884-1963) στις σελίδες 6-7. (Η αφήγηση στο γιατρό έγινε από τον Εμμανουήλ Στ. Ξετρύπη φιλικό το 1902). Κάποια Κυριακή λίγο πριν την κήρυξη της επανάστασης του 1821  εμφανίστηκε στην πλατεία Αρμί πριν από το μεσημέρι ένας άγνωστος ξένος. Χαιρέτησε τους καθημένους Ανωγειανούς γύρω από την πλατεία, οι οποίοι τον καλωσόρισαν, τον κέρασαν καφέ και ρακί ως είθισται. Μετά από λίγο ζήτησε να τον πάνε στο σπίτι του Γιώργη  Μανουρά ή Περπυρή. Ο Μανουράς ήταν καλός πατριώτης, είχε περίπου 1000 πρόβατα και ήταν μεγαλοβοσκός. Οι Ανωγειανοί εκτέλεσαν την επιθυμία του ξένου και κάποιος τον οδήγησε στο σπίτι του Μανουρά, που βρίσκονταν στο Μετόχι των Ανωγείων.
      Ο άγνωστος ζήτησε από τον Περπυρή να έχουν μεταξύ τους μια ιδιαίτερη συνομιλία.  Αποσύρθηκαν σε ένα δωμάτιο  του συστήθηκε, ότι ήταν από το χωριό Τύλισσος – Μαλεβυζίου, ονομάζεται Πέτρος Ζερβουδάκης και ασκεί το επάγγελμα του δασκάλου. (σύμφωνα με τον Ορέστη Μανούσο στο βιβλίο του οι Παλιοί Ανωγειανοί  σελ. 175 ήταν έμπορας στη Μ. Ασία- Κουσάνταση).  Έμαθε ότι είναι καλός πατριώτης και ότι δεν ήταν δυνατό, να μην τον πικραίνει η βάναυση σκλαβιά του Τούρκου κατακτητή σε όλη την Ελλάδα. Ύστερα του είπε με έμφαση: «Η Ελλάδα για να αναστηθεί και ν΄ αποκτήσει την ελευθερία της θέλει τη συμπαράσταση και την ανταπόκριση όλων των τέκνων της. Προπαντός εκείνων που έχουν υψηλό και Εθνικό φρόνημα σαν το δικό σου. Γι΄ αυτό ήρθα να σου πω, ότι υπάρχει έξω από την Ελλάδα μια Εθνική Οργάνωση που λέγεται ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ και αποτελείται από εξέχουσες προσωπικότητες εντός και εκτός Ελλάδας. Η Φιλική Εταιρεία ζητά συνεργάτες και οπαδούς σε όλη την Ελλάδα, που να διαθέτουν υψηλό πατριωτικό παλμό και να καίονται από τη δίψα της Ανάστασης του Ελληνικού Έθνους. Τέτοιους ανθρώπους ήλθα ν΄ αναζητήσω στα Ανώγεια. Επειδή πίστευα, ότι στο πρόσωπο σου θα μπορούσα, να βρω τον άνθρωπο που μπορεί να βοηθήσει, ήρθα σε σένα. Το μυστικό θα το φυλάξεις πάση θυσία. Μπορείς όμως να καλέσεις στο σπίτι σου τώρα ολίγους Ανωγειανούς, από αυτούς που διακρίνονται μέχρι σήμερα δια τον πατριωτισμό τους, την αυταπάρνηση τους, να τους κοινωνήσουμε στην Φιλική Εταιρεία».
       Ο Γιώργης Μανουράς ή Περπυρής συγκινήθηκε για την τιμή που του έκανε ο Ζερβουδάκης και φυσικά κολακεύτηκε, που έμαθε πρώτος στα Ανώγεια την ύπαρξη της Φιλικής Εταιρείας. Αμέσως κάλεσε στο σπίτι του, τους Βασίλη Σμπώκο ή Σμπωκοβασίλη, τον Σταύρο Ξετρύπη και τον Εμμανουήλ Δακανάλη ή Παπαδομανόλη. Τους παρουσίασε στον Ζερβουδάκη,  ο οποίος τους μίλησε στο ίδιο πνεύμα που μίλησε και στον Περπυρή. Συμφώνησαν όλοι και τους μύησε στη Φιλική Εταιρεία.
       Ο Μανουράς παρέθεσε πλούσιο γεύμα στο φίλο Ζερβουδάκη και τους μυημένους Ανωγειανούς και ύψωσαν τα ποτήρια επανειλημμένως για την ευόδωση και επιτυχία του αγώνα.
       Οι παραπάνω πλέον φιλικοί με μεγάλες προφυλάξεις μύησαν, τους Παπά Μιχάλη Σκουλά ή Ξέπαπα, το Βασίλη Ανωγνώστου Σκουλά και το Σταύρο Νιώτη.
       Από την ημέρα αυτή άρχισε  από τους μυημένους στη Φιλική Εταιρεία Ανωγειανούς η κατήχηση των φιλικών προσώπων τους για την ανάσταση του γένους.
      Κουρά προβάτων: Η  κουρά των προβάτων αποτελεί διαχρονικά τη μεγαλύτερη γιορτή των  βοσκών, στην οποία καλούνται πέραν των συγγενών, φίλων και επίσημα πρόσωπα. O Γ. Σκουλάς ή Μπογκιώρνος στα απομνημονεύματα του, ο Ορέστης Μανούσος στο βιβλίο του Οι Παλαιοί Ανωγειανοί σελ. 170-173, αλλά και η Ανωγειανή προφορική παράδοση, αναφέρονται στις κουρές των προβάτων πριν από το 1821. Παράλληλα όμως μας δίνουν το στίγμα των σχέσεων των ορεσίβιων πληθυσμών του Ψηλορείτη με τους Τούρκους. Σκοπός των χριστιανών ήταν σε περιόδους ειρήνης η διατήρηση της επίπλαστης ισορροπίας, που χαρακτήριζε την καθημερινότητα τους.
       Ο Περπυρής στις κουρές των προβάτων του στο μαγευτικό οροπέδιο της Νίδας  κάλεσε πολλούς νέους και νέες από τις καλλίτερες οικογένειες των Ανωγείων. Όλες οι θυγατέρες και αδελφές των προσκεκλημένων Ανωγειανών ήταν πολύ όμορφες, αλλά η κόρη του Περπυρή, Ζαφείρα, μνηστή του Μανόλη Δακανάλη ή Παπαδομανόλη, εθεωρείτο η βασίλισσα της συντροφιάς. Οι προετοιμασίες για τη φιλοξενία και το γλέντι, είχαν γίνει με υπερβολικές προσπάθειες, ώστε να εντυπωσιαστούν και να μείνουν ευχαριστημένοι οι καλεσμένοι.
       Στην συγκεκριμένη κουρά των προβάτων του είχε καλέσει τον σημαίνοντα Τούρκο του Ηρακλείου Μπεντρή Εφέντη, ο  οποίος έφθασε με τη συνοδεία του στη Νίδα με τα άλογα και στην πηγή του Χρηστού τους υποδέχτηκαν οι Ανωγειανοί. Ο Περπυρής χαιρέτησε με χειραψία τον Μπεντρή, καλωσόρισε την ακολουθία του και στη συνέχεια τον οδήγησε  στη σκηνή, που είχε προετοιμαστεί ειδικά γι αυτόν.
       Επίσημοι καλεσμένοι του Περπυρή ήταν ο Χουσεΐν  Αγάς (Μιχάλης Κουρμούλης κρυπτοχριστιανός) από το χωριό Κουσέ της Μεσαράς και ο Δημήτριος Λόγιος από τον Άγιο Θωμά, οι οποίοι συνοδεύονταν από συγγενείς και φίλους.
        Από τους Τούρκους ξεχώριζε ο Μουσταφά Καψάλης λόγω ύψους, αθλητικού σώματος, από την άγρια φυσιογνωμία του, το ύπουλο ύφος, τα μικρά μάτια και το βλογιοκομμένο πρόσωπο. Ο Καψάλης ήταν άσπονδος εχθρός των χριστιανών και είχε κερδίσει το θαυμασμό των Τούρκων.
       Τους καλεσμένους Έλληνες χαρακτήριζε η λεβεντιά, η ανδρεία, η σβελτοσύνη, αλλά από όλους ξεχώριζε ο Μανόλης Δακανάλης ή Παπαδομανόλης τόσο στην εμφάνιση, όσο και στην ανδρεία του.
       Από την πρώτη κιόλας επαφή που είχε ο Παπαδομανόλης με τον Καψάλη αναπτύχθηκε  μεταξύ τους μια αμοιβαία αντιπάθεια. Ο Καψάλης κοίταξε κατάματα τον Παπαδομανόλη και κράτησε το βλέμμα σταθερό περιμένοντας να χαμηλώσει ο Έλληνας το δικό του. Αλλά εις μάτην, ο Παπαδομανόλης συνέχισε να τον κοιτάζει με σταθερό και ακλόνητο βλέμμα, έτσι ανάγκασε τον Καψάλη, να στρέψει αλλού τη ματιά και απομακρύνθηκε γεμάτος μίσος.
       Την πρώτη μέρα οι καλεσμένοι παρακολούθησαν το κούρεμα των προβάτων και έκαναν ασκήσεις ιππασίας στο οροπέδιο της Νίδας, όπως συνηθίζονταν την εποχή εκείνη. Τη δεύτερη μέρα άλλοι ασχολήθηκαν με το κυνήγι, άλλοι περπάτησαν στα μαγευτικά τοπία της περιοχής κάνοντας διάφορες συζητήσεις. Γύρω στα μεσάνυχτα γίνονταν τρικούβερτο  γλέντι με τραγούδια, ενώ τα κορίτσια χόρευαν μόνο με Έλληνες, γιατί το έθιμο δεν επέτρεπε να χορεύουν Τούρκοι με χριστιανές. Κατά το μουσουλμανικό έθιμο οι Τούρκοι  δεν έφεραν μαζί τους γυναίκες.
      Ο Καψάλης από την πρώτη μέρα μόλις αντίκρισε τη Ζαφείρα, του ήρθε κατά κούτελα κεραυνοβόλος έρωτας, τυφλώθηκε  από την ομορφιά της και τα ερωτικά του βέλη έπεφταν συνεχώς πάνω της και προσπαθούσε να την πλησιάσει. Αυτή κατάλαβε τις προθέσεις του, έτσι τον απέφευγε, του απαντούσε μονολεκτικά στις ερωτήσεις και τα κολακευτικά του σχόλια.
         Την ώρα που τραγουδούσαν οι Ανωγειανές  κοπελιές, ο Καψάλης κοίταζε κατάματα τη Ζαφείρα και της λέει την παρακάτω μαντινάδα.
                       « Άφησε όρη και βουνά, ω άνθος του Μαΐου
                    Και έλα να γίνεις αρχόντισσα πλουσίου χαρεμίου» .
         Η Ζαφείρα του έριξε ένα περιφρονητικό βλέμμα και ο Καψάλης έκανε πίσω μερικά βήματα, ενώ ο Παπαδομανόλης με ένα σάλτο βρέθηκε μπροστά του και με απειλητικό ύφος του απάντησε με μαντινάδα.
                  «Όσο είμαστε ζωντανοί και όσο γη πατούμε,
               δεν βγαίνει από τα χέρια μας εκείνο που κρατούμε».
         Ταυτόχρονα και οι δυο τράβηξαν τα ξίφη τους ωσάν να ήταν συνεννοημένοι, με σκοπό να κτυπηθούν. Οι Τούρκοι αμέσως πλαισίωσαν τον Καψάλη, ενώ οι Έλληνες συμπεριλαμβανομένου και του Χουσεΐν Κουρμούλη πλησίασαν τον Παπαδομανόλη, τον οποίο συμβούλευσε να υποχωρήσει. Η κίνηση αυτή του Κουρμούλη δεν διέλαθε της προσοχής του Καψάλη.
        Περπυρής και Μπεντρής συζήτησαν με τους δικούς τους προσπαθώντας να τους ηρεμήσουν και να καταλήξουν σε συμβιβασμό. Ο Περπυρής τόνισε στον Παπαδομανόλη, ότι ασφαλώς έχει δίκιο και καλώς αντέδρασε, αλλά χάριν του συμφέροντος όλων των κατοίκων της περιοχής έπρεπε να υποχωρήσει και να περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία, να τον  εκδικηθεί.
        Από τη μεριά του ο Μεντρής τόνισε στον Καψάλη, ότι είχε υπερβολικό θράσος ο Παπαδομανόλης να του μιλήσει έτσι, αλλά δεν πρέπει να ξεχνούμε την παροιμία που λέει, ότι «ο Τούρκος πιάνει το λαγό με τον αραμπά(κάρο)», δηλαδή να έχει υπομονή και θα έλθει η κατάλληλη στιγμή να τον εκδικηθεί.
        Τα πνεύματα κάπως ηρέμησαν εκατέρωθεν τουλάχιστο επιφανειακά, αλλά οι διαφορές  καιροφυλακτούσαν να εκδικηθεί ο ένας τον άλλο. Την επομένη μέρα στην από κοινού συνάντηση του Περπυρή με τον Μεντρή είπαν στον Παπαδομανόλη και στον Καψάλη να δώσουν τα χέρια, να ξεχάσουν αυτά που έγιναν και να τα φτιάξουν. Με το να δώσουν τα χέρια, όλοι οι παρόντες τους χειροκρότησαν και οι κουρές συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος σε ατμόσφαιρα τεχνητής συμφιλίωσης.
        Σύμφωνα με την Ανωγειανή προφορική παράδοση αμφότεροι έδωσαν το λόγο της τιμής τους, να μονομαχήσουν άλλη μέρα στη θέση «Φλαμούρα», λίγο πιο πάνω από την Ιερά Μονή Χαλέπας στο Μυλοπόταμο. Ο Παπαδομανόλης πήγε στο συγκεκριμένο ραντεβού την ορισθείσα ημέρα και ώρα, αλλά ο Καψάλης δεν πήγε ποτέ, αν και ήταν καλό παλικάρι. Στο εξής έγιναν μεταξύ τους άσπονδοι εχθροί και ο Παπαδομανόλης περίμενε με αγωνία να βρεθεί η κατάλληλη ευκαιρία ν αναμετρηθεί με τον Καψάλη,  για να ξεπλύνει την προσβολή που του έκανε. Όπως θα δούμε στα παρακάτω κεφάλαια  η ευκαιρία αυτή δεν του δόθηκε ποτέ. Το παραπάνω επεισόδιο διαδραματίστηκε λίγο πριν από την κήρυξη της επανάστασης του 1821. (Διηγήσεις: Μιχάλη Γεωργ. Δακανάλη, Νικολάου  Γεωργ. Δακανάλη, Χαραλάπη Εμμ. Σκουλά ή Χουμά και πολλών άλλων γερόντων  Ανωγειανών).
         Κήρυξη επανάστασης 1821. Η επανάσταση στην Κρήτη κατά του τούρκου κατακτητή για αποτίναξη του ζυγού  άρχισε  σύμφωνα με τον ιστορικό Ι. Μουρέλλο  στις 25-5-1821, κατά τον ιστορικό Β. Ψιλάκη στις 29-5 και τον Κρητοβουλίδη στις αρχές Ιουνίου 1821.
         Στην Ιερά Μονή Παναγία Θυμιανή στους Κομητάδες Σφακιών στις 29 Μαΐου 1821 συγκεντρώθηκαν 1500 οπλαρχηγοί από όλη την Κρήτη για να πάρουν από κοινού αποφάσεις για την ταυτόχρονη κήρυξη της επανάστασης στην Κρήτη. Η Ανωγειανή παράδοση αναφέρει, ότι η αντιπροσωπεία των Ανωγείων είχε επικεφαλή τον Εμμανουήλ Δακανάλη ή Παπαδομανόλη. Ο ηγούμενος της μονής τέλεσε κατανυκτική λειτουργία, ύψωσαν την επαναστατική σημαία, ακολούθησε δοξολογία, ευλόγησε τα όπλα του αγώνα, κήρυξαν επίσημα την έναρξη της επανάστασης και όλοι μικροί μεγάλη έκλαιγαν από χαρά. Η Παναγία η Θυμιανή αποτελεί την  «Αγία Λαύρα» της Κρήτης.
        Η Ανωγειανή αντιπροσωπεία επιστρέφοντας συναντήθηκε με Ανωγειανούς αντάρτες ανατολικά της κορφής «Χαμένι» και τους ανακοίνωσαν την  επίσημη κήρυξη της επανάστασης κατά των Τούρκων. Οι επαναστάτες κάρφωσαν στο χώμα μια μακρόστενη επίπεδη πέτρα (πλάκα) ως τρόπαιο και αναφώνησαν: « Από τη θέση αυτή κηρύσσουμε την επανάσταση κατά των Τούρκων, το μέρος που πατάμε είναι ελεύθερο Ελληνικό». Έκτοτε η τοποθεσία πήρε το όνομα «ΕΛΛΗΝΙΚΟ» και οι βοσκοί σήμερα τη λένε «ΛΕΝΙΚΟ». Η πέτρα στέκεται ακόμα όρθια και ο Δήμος Ανωγείων έχει κάνει γύρω από αυτή ένα πέτρινο υπόβαθρο. Όπως με έχουν πληροφορήσει παλιότεροι Ανωγειανοί βοσκοί της περιοχής, υπήρχε πάνω στην πέτρα κάποια επιγραφή, με το να τρίβονται όμως τα πρόβατα πάνω της σιγά-σιγά αλλοιώθηκαν τα γράμματα. 
          Στα Ανώγεια όπως αναφέρει στα  απομνημονεύματα του σελ 28 ο γιατρός Γιώργης Δακανάλης, συγκεντρώθηκαν οι Ανωγειανοί στην ιστορική πλατεία Αρμί με τους οπλαρχηγούς Εμμανουήλ Δακανάλη ή Παπαδομανόλη, Βασίλη Σμπώκο και Σταύρο Ξετρύπη. Έγινε δοξολογία με κωδωνοκρουσίες και ζητωκραυγές του πλήθους, ύψωσαν την πρώτη Ανωγειανή σημαία και κήρυξαν επίσημα την επανάσταση κατά των Τούρκων.
       Ανωγειανοί πολεμιστές στα Σφακιά: Ο Σερίφ Πασάς μετά την έναρξη της επανάστασης στην Κρήτη επιτέθηκε κατά των Σφακιανών στο Ασκύφου με μεγάλη δύναμη. Οι Σφακιανοί ζήτησαν βοήθεια από τους Ανωγειανούς και ένα απόσπασμα από 100 περίπου πολεμιστές με οπλαρχηγούς τους Εμμ. Δακανάλη, Βασίλη Σμπώκο, Σταύρο Ξετρύπη και Σταύρο Νιώτη πήγαν για επικουρία των Σφακιανών στο Ασκύφου. Εκεί με τους Σφακιανούς σχημάτισαν κοινό μέτωπο εναντίον των Τούρκων, ακολούθησε σφοδρή μάχη και τους νίκησαν κατά κράτος. Έτσι αναγκάστηκαν οι τούρκοι να υποχωρήσουν προς τα Χανιά και το Ηράκλειο.  Όταν οι τούρκοι του Ηρακλείου περνούσαν από τις βόρειες πλευρές του Ψηλορείτη με κατεύθυνση το Κρουσανιώτικο Λιβάδι, τους επιτέθηκε στη θέση «Ζώμινθος» ο οπλαρχηγός των Ανωγείων Ιωάννης Πλεύρης με την υπόλοιπη δύναμη του χωριού και τους προξένησε μεγάλες απώλειες.
       Η μάχη της Κλημήνταινας (Σκλαβοκάμπου): Μεγάλες τουρκικές δυνάμεις με αρχηγό το γενίτσαρο Καψάλη αναχώρησαν από το Ηράκλειο με αντικειμενικό σκοπό να καταλάβουν τα Ανώγεια. Τα τουρκικά στίφη κινήθηκαν άτακτα, με φωνές και τυμπανοκρουσίες, ενώ ο Καψάλης έλεγε, ότι θα καταλάβει τα Ανώγεια και θα τα πυρπολήσει.
        Οι Ανωγειανοί  οπλαρχηγοί και πολεμιστές περίπου 200 ύψωσαν την σημαία στην πλατεία «Αρμί», ακολούθησε δοξολογία, ευλόγησε ο παπάς τα όπλα και κινήθηκαν κατά των Τούρκων επιδρομέων. Κατέλαβαν τα στενά της θέσης Κλημήνταινας ή Σαρακίαν μεταξύ του χωρίου Αστυράκι και της θέσης Σωρού (Ποροφάραγγο), διότι από εκεί έκριναν, ότι θα περνούσαν τα τούρκικα στρατεύματα. Το λυκαυγές της επομένης μέρας πληροφορήθηκαν οι Ανωγειανοί, ότι οι Τούρκοι χωρίστηκαν στο χωριό Τύλισσο σε δυο τμήματα. Το ένα ακολούθησε το δρομολόγιο προς τη θέση Σωρό και το άλλο προς το χωριό Αστυράκι.
      Στο μεταξύ οι Ανωγειανοί είχαν ενισχυθεί και με άλλους πολεμιστές  από τα γύρω χωριά. Προχώρησαν αμέσως σε αναδιάταξη των δυνάμεων τους και την αριστερή πτέρυγα  κατέλαβε ο Σταύρος Ξετρύπης με το 1/4  της δύναμης, τη δεξιά ο Βασ. Σμπώκος με το 1/4 της δύναμης και στη μέση ο Εμμ. Δακανάλης  ή Παπαδομανόλης με τη μισή δύναμη.
       Μόλις φάνηκαν οι τουρκικές δυνάμεις σε άτακτη κίνηση ο Παπαδομανόλης όπως αναφέρει ο Μπογκιώρνος στα απομνημονεύματά του, είπε στους πολεμιστές του.  «Η νίκη είναι δική μας, να μην ρίψει κανείς, αν δε ρίξω πρώτος. Κτυπάτε τους  σημαιοφόρους και τους πρώτους των επιτιθεμένων, μη σας εκπλήσσουν οι θόρυβοι, οι αλαλαγμοί και οι μακρόθεν επιδείξεις». Μόλις οι Τούρκοι έφθασαν σε θέση βολής ο Παπαδομανόλης σηκώθηκε και φώναξε «πυρ». Σφυροκοπήθηκαν από τα ελληνικά τμήματα τα τούρκικα στίφη, αιφνιδιάστηκαν από την ευστοχία των Ελλήνων, ακολούθησε ταραχή και αλαλαγμοί. Πάνω στην αναταραχή αυτή μπήκε στη μάχη ο Νικόλας Σκουλάς ή Παπαδονικόλας οπλαρχηγός με 40 ένοπλους και 20 ροπαλοφόρους. Επέπεσαν κατά των Τούρκων σαν αετοί καταφέρνοντας θανατηφόρα κτυπήματα στα κεφάλια τους,  προξενώντας τους μεγάλη πανωλεθρία. Στο τέλος της μάχης παρατηρήθηκε, ότι τα 2/3  των φονευθέντων Τούρκων, ήταν κτυπημένοι με ρόπαλα στα κεφάλια. Ο ροπαλοφόρος Γιώργης Καλλέργης σκότωσε ένα Τούρκο, πήρε το όπλο του και σκότωσε έτερο τούρκο, μετά χρησιμοποίησε το όπλο σαν ρόπαλο, διότι του έπαιρνε αρκετή ώρα να το γεμίσει και ξεπάστρεψε συνολικά 12 τούρκους.
       Η μάχη κράτησε μέχρι το βράδυ και οι Τούρκοι έντρομοι άρχισαν να υποχωρούν άτακτα πετώντας όπλα τους. Παράλληλα τους φώναζαν οι Ανωγειανοί «Πετάξετε τα όπλα σας και φύγετε». Οι Ανωγειανοί μαχητές πήραν πολλά λάφυρα από το πεδίο της μάχης, όπως τυφέκια, πιστόλες, μαχαίρια και  πολλά εφόδια. Δυστυχώς ο Παπαδομανόλης δεν μπόρεσε να έλθει αντιμέτωπος με τον Καψάλη, που τόσο πολύ επιθυμούσε.
      Στα απομνημονεύματά του ο γιατρός Γ. Δακανάλης σελ 29 ανεβάζει τους Ανωγειανούς και τους άλλους πολεμιστές γύρω στους 500, από τους οποίους οι 300 έφεραν τυφέκια, καριοφίλια, πιστόλια και οι άλλοι ρόπαλα.
       Πολιορκία της Επισκοπής Μυλοποτάμου: Από το Ηράκλειο ξεκίνησαν ο Καψάλης, ο Μουλάς Κερίμογλου μαζί με τα αδέλφια του και 347 ορτάκηδες με προορισμό την Επισκοπή Μυλοποτάμου για να σώσουν τις περιουσίες τους. Όπως μας πληροφορεί στα απομνημονεύματα του ο Γ. Α. Σκουλάς ή Μποκιώρνος, ο  αγγελιοφόρος των Ανωγείων από το χωριό Δαμάστα ειδοποίησε τον Παπαδομανόλη την ώρα που μιλούσε στους πολεμιστές του, ότι ο τούρκικος στρατός κατευθύνεται προς το Μυλοπόταμο. Δεύτερος αγγελιοφόρος ειδοποίησε αργότερα, ότι οι Τούρκοι πέρασαν του Χανταλή τη βρύση, σκότωσαν στο χωριό Χώνος δέκα γέρους και κατευθύνονται στον πύργο του Κερίμογλου στην Επισκοπή Μυλοποτάμου.
       Ο Παπαδομανόλης έφυγε από τα Ανώγεια συντεταγμένα με τους πολεμιστές του με προορισμό την Επισκοπή. Περνώντας από τα χωριά Ζωνιανά, Κράνα, Λιβάδια κλπ. Παρελάμβανε νέους πολεμιστές και ενδυνάμωνε το σώμα του στρατού του. Νέος αγγελιοφόρος ειδοποίησε, ότι οι τούρκοι είχαν στρατοπεδεύσει έξω από τον πύργο του Κερίμογλου στο χωριό Επισκοπή. Η οικογένεια των Κιρίμιδων ήταν κρυπτοχριστιανοί, μα δεν τολμούσαν να το ανακοινώσουν. Σιγά-σιγά άρχισαν να συρρέουν οπλαρχηγοί και οπλοφόροι από τα γειτονικά χωριά, έτσι την επομένη μέρα η δύναμη των χριστιανών έφθανε τους δύο χιλιάδες. Με το πρώτο φως της ημέρας οι Τούρκοι αιφνιδιάστηκαν, δεν πρόλαβαν όμως να πάρουν μέσα στον πύργο τροφές και νερό.
       Η πολιορκία κράτησε πέντε μέρες, οι ημέτεροι τους πολιορκούσαν, χωρίς να βιάζονται να τους εκπορθήσουν, αφήνοντας τους να φθάσουν στο έσχατο σημείο αντοχής τους. Βλέποντας ο Καψάλης αρχηγός των Τούρκων τον επερχόμενο κίνδυνο, άρχισε να σκέφτεται τη σωτηρία του, μιας και δεν ερχόταν η αναμενόμενη βοήθεια από το τούρκικο στρατόπεδο. Σε λίγο έφθασαν οι οπλαρχηγοί Μαυροθαλασσίτης και Χούρδος από το Ρέθυμνο. Οι Τούρκοι νόμισαν, ότι  αυτοί που ήρθαν, ήταν Τούρκοι και έκαναν επίθεση με σκοπό να θέσουν τους Έλληνες στη μέση. Ο Κερίμογλου παρακολουθούσε τον αγώνα θλιμμένος, όταν του φώναξε ο Καψάλης λέγοντάς του: «Αγά. Εσύ που έχεις τόσους φίλους μεταξύ των πολιορκητών Ελλήνων, δεν μπορείς να κάνεις κανένα έντιμο συμβιβασμό, να υποχωρήσουμε;».   
        Δώδεκα Αλβανοί έκαναν έξοδο από τον πύργο και εισήλθαν στο ναό  στην πλατεία επειδή νόμισαν, ότι θα είχαν άσυλο. Τους πολιόρκησαν οι Ανωγειανοί αδελφοί Σκουλάδες, ο Θεόδωρος Χούρδος, ο Νικ. Ζερβός και ο Αλέξιος Μαυροθαλασσίτης, οι οποίοι τους πρότειναν να παραδοθούν, αλλά αρνήθηκαν. Ένας  Αλβανός γνώρισε τη φωνή του Ζερβού, που ήταν παλιοί φίλοι. Ο Ζερβός του επέτρεψε και βγήκε από την εκκλησία, αλλά ένας άλλος Αλβανός πυροβόλησε τον Ζερβό από πίσω, πλην όμως αστόχησε. Ο Ζερβός πρόλαβε και τον έκοψε στα δυο με την μαχαίρα του. Τότε έδωσαν οι μαχητές φωτιά στο ναό και τους κατέκαψαν.
       Οι Ανωγειανοί φώναζαν στους τούρκους που ήταν μέσα στον πύργο και τους έλεγαν: «Εμάθετε το μακελειό που σας κάναμε στον Σκλαβόκαμπο. Διακόσια μεζάρια  (μνήματα-λάκκους) εκάμαμε, να θάψωμε το Λαδάογλου σας. Το ίδιο θα κάμωμε κι επαέ. Πέρασε ο καιρός που σφάζατε τους μπουρμπάδες, εδά θα δείτε ίντα θα πάθετε;».
       Ο Κρίμης ζήτησε από τη μεριά των τούρκων, να παραδώσουν τα όπλα, να τους αφήσουν να φύγουν ανενόχλητοι. Αρνήθηκαν όμως οι Μυλοποταμίτες Έλληνες, επειδή ήθελαν το ξεκαθάρισμα της περιοχής. Τελικά δέχτηκαν  και άρχισε η παράδοση των όπλων, στο μεταξύ μετάνιωσαν οι Τούρκοι που ήταν μέσα στον πύργο και έστρεψαν τα όπλα κατά των  Ελλήνων μαχητών. Τότε οι χριστιανοί έκαναν γενική επίθεση, έβαλαν φωτιά στον πύργο και τους φόνευσαν. Σκοτώθηκε ο μεγάλος Κιρίμης ονομαζόμενος Μουλάς. Τα τρία αδέλφια του τα έσωσε ο Παλμέτης από το Καμαράκι οπλαρχηγός Μαλεβυζίου, που γνώριζε ότι ήταν κρυπτοχριστιανοί. Διεσώθησαν 10 Τούρκοι οι οποίοι πήραν τα βουνά και πήγαν στο μεγάλο Κάστρο (Ηράκλειο).
       Βλέποντας ο  Παπαδομανόλης  τον Καψάλη απέναντι να φεύγει με ένα Αλβανό στρατιώτη μέσα από τη φωτιά, με τον οποίο ως γνωστό είχε προσωπικές διαφορές, όρμισε εναντίο του, πλην όμως χρονοτρίβησε μέσα στους Έλληνες επαναστάτες, έχασε την ευκαιρία που ζητούσε και επέστρεψε πίσω περίλυπος.
       Τον Αλβανό ακόλουθο του Καψάλη κυνήγησε ο Ανωγειανός Σταυρακάκης Αντώνης, τον πρόφθασε σε ένα κατηγορικό χωράφι, πιάστηκαν στα χέρια και πάλευαν αρκετή ώρα. Την ώρα αυτή περνούσαν από εκεί  δυο άγνωστοι  ημέτεροι επαναστάτες, δράττοντας της ευκαιρίας τους πήραν τα όπλα  και έκοψαν  κομμάτια την ζώνη του αλβανού για να πάρουν  τα χρυσά νομίσματα (κεμέρι), που συνήθως είχαν στη ζώνη. Στο τέλος έπεσαν στο έδαφος εναγκαλισμένοι σφιχτά και κυλιόμενοι έφθασαν στην άκρη του κατηφορικού αγρού. Εκεί  ο Σταυρακάκης με μια πέτρα του έσπασε το κεφάλι και επέστρεψε πίσω άοπλος. Αυτά συμβαίνουν πολλές φορές σε τέτοιες περιστάσεις ( Γ. Α. Σκουλάς ή Μπογκιώρνος).
       Οι Ανωγειανοί και οι λοιποί Μυλοποταμίτες μαχητές πήραν ως λάφυρα 347 όπλα και άλλα εφόδια.
Καθεδρικός ναός Επισκοπής

Ο πύργος των Κιρίμηδων

Οικόσημο Κιρίμηδων

        Πυρπόληση των Ανωγείων 7 Ιουλίου 1822: Ο Σερίφ Πασάς εξοργισμένος ύστερα από τις ήττες που υπέστη ο τούρκικος στρατός στη μάχη του Σκλαβόκαμπου, στην άλωση του πύργου του Κερίμογλου στην Επισκοπή Μυλοποτάμου και από πολλές άλλες αποτυχίες του στρατού του σε διάφορα μέρη, αποφάσισε να καταστρέψει τα  Ανώγεια, τα οποία αποτελούσαν ψηλή  αετοφωλιά και ορμητήριο των Μυλοποταμιτών και Μαλεβυζωτών. Άλλοτε με επιθέσεις που έκαναν οι ωκύποδες και υψιδίαιτοι Ανωγειανοί και άλλοτε με ενέδρες που έστηναν  έξω από το Κάστρο (Ηράκλειο) και επέφεραν μεγάλες απώλειες στις δυνάμεις του.
       Στις  5 Ιουλίου 1822 έβαλε σε ενέργεια το σχέδιο του, όρισε αρχηγό της εκστρατείας τον Καψάλη και με μεγάλες δυνάμεις εκστράτευσε κατά των Ανωγείων. Ο Γ. Α. Σκουλάς ή Μπογκιώρνος ανεβάζει τη δύναμη των Τούρκων σε περίπου  πέντε χιλιάδες.  Ο  Καψάλης με τη μισή δύναμη ανέβηκε από την κορφή Κουδούνι να επιτεθεί κατά των Ανωγείων, έχοντας ως οδηγό ένα Τούρκο  ονόματι Αμαργιαλή που ήξερε τα μέρη. Ενώ η υπόλοιπη δύναμη προέλασε από το Κρουσανιώτικο Λιβάδι προς τα Ανώγεια. Οι σκοποί των Ανωγείων φώναξαν: «Τούρκοι στο Κρουσανιώτικο Λιβάδι».
      Οι οπλαρχηγοί Βασίλης Σμπώκος, Σταύρος Ξετρύπης, Εμμανουήλ Δακανάλης ή Παπαδομανόλης, Νίκος Σκουλάς ή Παπαδονικόλας με 400 περίπου Ανωγειανούς επαναστάτες, αντιπαρατάχθηκαν  στη θέση «Απήδακα» έναντι 2000 τούρκικου τακτικού στρατού κατ΄ άλλους πολύ περισσότερους. Η μάχη που ακολούθησε ήταν πάρα πολύ σκληρή, κατά την οποία και οι δυο στρατοί έδειξαν ανδρεία και αντοχή. Η υπεροχή των τούρκων  ήταν εμφανέστατη αν και δεν είχαν ενισχυθεί ακόμα από τα νότια με τις δυνάμεις του Καψάλη. Στο τέλος οι Ανωγειανοί έκαναν υποχώρηση  και ανασυντάχθηκαν  στη θέση «Πάνω Αμπέλια», όπου πήραν νέες αμυντικές θέσεις. Ο τούρκικος στρατός κατάλαβε τις κορφές Σάκωμα-Στεφάνα-Καλά Πλάγια και φαίνονταν ως αμέτρητα κινούμενα μυρμήγκια.
       Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Γ. Α. Σκουλά ή Μπογκιώρνο τις μέρες αυτές φιλοξενούνταν στα Ανώγεια το  σώμα του Θεόδωρου Χούρδα και  τα σώματα των Σφακιανών Μιαούλη Πρωτεσαδάκη, Μπουζομάρου και Ανδρακού. Οι Ανωγειανοί τους θεωρούσαν ως αδελφούς και έτρεφαν σ΄ αυτούς μεγάλες ελπίδες, γιατί ήταν διακεκριμένοι πολεμιστές. Με την εμφάνιση όμως των τούρκων προ των πυλών των Ανωγείων αναχώρησαν και άφησαν μόνους τους Ανωγειανούς.  Για τη φυγή των Σφακιανών κυκλοφόρησαν διάφορες εκδοχές, ότι κινήθηκαν από πάθος κατά των Ανωγειανών ή ότι δείλιασαν μπροστά στον πολυπληθή τούρκικο στρατό. Δεν μπορούμε να τους αποδώσουμε τέτοιες υποθέσεις ή προθέσεις, γιατί ήταν αφιλοκερδής, άδολοι πολεμιστές και πήγαιναν πάντα μπροστά στις μάχες. Τελικά ειπώθηκε, ότι σκοπός τους ήταν, να χάσουν οι Ανωγειανοί τα σπίτια τους και τα πολυπληθή ποίμνια τους και ελεύθεροι πλέον να τεθούν απέναντι του εχθρού.
      Στα Πάνω Αμπέλια έγινε νέα πεισματώδης μάχη και οι Ανωγειανοί κράτησαν τις θέσεις τους πάση θυσία, μαχόμενοι υπέρ βωμών, εστιών, τέκνων και γονέων, γιατί δεν είχαν φύγει ακόμα από το χωριό. Ενώ η μάχη ήταν στο αποκορύφωμα, από το πρωί ο Παπαδομανώλης αναζητούσε τον Καψάλη και ομολόγησε την απορία του  στους Ξετρύπη και Σμπωκοβασίλη. «Είναι δυνατόν είπε να λήψη ο Καψάλης από την εκστρατεία ταύτη».  Και εμείς το τεχνολογούμε του απάντησε ο Ξετρύπης και είχαμε σκοπό να σου το πούμε. Είπαν να στείλουν ένα απόσπασμα προς τον Ψηλορείτη, αλλά δυνάμεις δεν είχαν, ήταν τρεις και ο  κούκος. Η Ζαφείρα επέμενε να σταλεί, γιατί στο χωριό υπήρχαν γυναικόπαιδα και ασθενείς. Ας πάει λοιπόν ο Παπαδονικόλας(Νικόλαος Σκουλάς) είπε ο Παπαδομανόλης. Δεν είχε απομακρυνθεί από το πεδίο της μάχης και τρεχάτοι βοσκοί φώναζαν, ότι Τούρκοι κατέρχονται  από το Κουδούνι με προορισμό τα Ανώγεια, έτσι ματαιώθηκε η αποστολή.
         Με το λυκόφως περίπου 2000 γυναικόπαιδα άφησαν τα Ανώγεια και διέφυγαν προς τα χωριά Ζωνιανά, Κράνα, Λιβάδια, Κάλυβο κλπ.   
         Μια αντιπροσωπεία γυναικών με παιδιά την ώρα που εγκατέλειπαν το χωριό, επεσκέφθησαν τον υπεραιωνόβιο παπά Νίκο Σκουλά και τον παρακάλεσαν να τον πάρουν μαζί τους σε φορείο. Αυτός τους απάντησε σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Μπογκιώρνου ως εξής:  «Η ζωή μου έλεγε είναι βραχεία ο δε θάνατος είναι τόσον πλησίον ώστε να με κρατεί από την χείρα. Δύναμαι ν΄ αφήσω την εστίαν αυτήν εις την οποίαν απέθαναν οι πρόγονοί μου και εντός της οποίας εβίωσα και να υπάγω εις άλλο μέρος; Και τι να ζητώ πέντε ή δέκα ημερών ζωή και μετά ταύτα ν΄ αποθάνω  πλησίον μιας πέτρας ή υπό την σκιάν ενός δένδρου. Υπάγεται τέκνα μου εις την ευχήν μου και είθε ο ύψιστος να σας διαφυλάσση και να σας επαναφέρη εις τα εστίας σας να πληθυνθείτε ως η άμμος της θαλάσσης και τα άστρα του ουρανού. Μην έχετε την ιδέαν ότι θα γογγύσω διότι με αφήνετε. Επιθυμώ ν΄ αποθάνω εδώ όπου απέθανεν ο πατήρ και πάππος μου. Επιμένοντες δε ν΄ απαγάγωσιν, αυτός δια της βίας τους εξόρκισεν, αλλά βλέποντας ότι τούτο απέβαινεν μάταιον κατέφυγον εις έτερα. Εγώ τέκνα μου είπεν εχρημάτισα προεστός του χωργιού και προύχων της επαρχίας επί 80 έτη. Ο οίκος αυτός καθώς το γνωρίζετε εστάθη ανέκαθεν καταφύγιο όλου του κόσμου. Ενταύθα εφιλοξενήθησαν πασάδες, αγάδες και στρατηγό και στρατιώτες και ενταύθα βρήκε ο οδοιπόρος ανάπαυσιν και ο πτωχός περίθαλψιν. Έχετε ποτέ την ιδέαν ότι θα κακοποιήσωσιν έναν γέροντα αόμματον ως εμέ: Εγώ δεν το πιστεύω ποτέ. Κατά την ιδέαν μου δε περισσότερος κίνδυνος είναι να με μετακομίσετε ή αν μείνω ενταύθα, διότι η παραμικρά κίνησις, ή κακοπάθησις ή  ατμοσφαιρική επήρεια δύναται να διαλύσωσιν το σαρκίον τούτο το οποίον δεν είναι άλλο ειμή μία σαθρά καλαμωτή. Υπάγεται λοιπόν εις την ευχήν μου και ζητήσετε να σώσετε τα τέκνα σας». Τα λόγια του παπά Νικόλα ήταν εξόχως συγκινητικά, πατριωτικά και ηρωικά. Έτσι οι γυναίκες και τα παιδιά τον ασπάσθηκαν και έφυγαν προς την έξοδο του χωριού, όπου συναντήθηκαν με τα υπόλοιπα γυναικόπαιδα.
        Οι Τούρκοι στις  7 Ιουλίου 1822 εισήλθαν στα Ανώγεια, τα οποία ήταν έρημα από τα γυναικόπαιδα. Βρήκαν όμως τον υπεραιωνόβιο παπά Νίκο Σκουλά, του έκοψαν το κεφάλι και το προσέφεραν θριαμβευτικά  ως δώρο στον Σερίφ Πασά κατά το τουρκικό έθιμο. Επίσης εκτέλεσαν περίπου 10 απόμαχους και ανήμπορους Ανωγειανούς που δεν μπορούσαν να φύγουν.
          Οι Τούρκοι λαφυραγωγούσαν και έμειναν 6-7 μέρες λεηλατώντας τα σπίτια μεταφέροντας σε άλλα μέρη υφαντά, εργόχειρα, έπιπλα, τρόφιμα και ότι άλλο πολύτιμο έβρισκαν. Παράλληλα καλούσαν τους Ανωγειανούς να υποταχθούν, αλλά κανείς δεν παρουσιάστηκε.
         Την νύκτα οι Ανωγειανοί πολεμιστές εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, ενώθηκαν με τις οικογένειές τους, τις οποίες μετέφεραν στην επαρχία Αμαρίου, όπου προστατεύτηκαν από τους κατοίκους της περιοχής.
     Τις επόμενες μέρες συγκεντρώθηκε μεγάλη δύναμη επαναστατών από Ανωγειανούς και Αμαριώτες στη θέση «Ρούσα Λίμνη» των Ανωγείων με αρχηγούς τους Τσουδερό, Ρουστικιανό, Φραγκιό και Καρυώτη. Έκαναν πολεμικό συμβούλιο και δέχτηκαν το σχέδιο  του οπλαρχηγού Εμμανουήλ Δακανάλη ή Παπαδομανόλη για ανακατάληψη των Ανωγείων. Το σχέδιο προέβλεπε να διαιρεθεί ο στρατός σε τρία σώματα, το σώμα των Ανωγειανών να επιτεθεί από τα νότια να διώξει τους Τούρκους από το χωριό. Το δεύτερο σώμα με αρχηγό τον Τσουδερό να επιτεθεί από τα πλάγια και το τρίτο με αρχηγό τον Ρουστικιανό Θεόδωρο να εμφανιστεί μπροστά από τους Τούρκους σε ενέδρα, να τους πετσοκόψουν.
         Ένας Τούρκος που είχε σωθεί  κατά την πολιορκία της Επισκοπής, δήλωσε ότι γίνηκε χριστιανός με το όνομα Βασίλειος. Έκτοτε ακολουθούσε τους Ανωγειανούς πολεμιστές και τον θεωρούσαν σύμμαχο. Άκουσε το παραπάνω σχέδιο, είδε τον επερχόμενο κίνδυνο πάνω από τα κεφάλια των Τούρκων και τότε ως φαίνεται ξύπνησε μέσα του  το Ισλάμ, το οποίο ουδέποτε είχε αποκηρύξει. Διέλαθε με μεγάλη προσοχή τη νύχτα από τα Ανωγειανά τμήματα, πήγε στους Τούρκους στο χωριό και τους ενημέρωσε σχετικά. Οι Τούρκοι αμέσως έβαλαν φωτιά στα σπίτια του χωριού και έφυγαν. Επιτάχυναν τα τρία σώματα την επίθεση, αλλά δεν πρόφθασαν τους Τούρκους, εκτός από μια μικρή οπισθοφυλακή την οποία εξόντωσαν. Οι μαχητές έβλεπαν πλέον ολόκληρο  το χωριό να έχει παραδοθεί στις φλόγες, χωρίς να μπορούν να προσφέρουν την παραμικρή βοήθεια. Το πρώτο  αντιστασιακό ολοκαύτωμα των Ανωγείων έγινε πραγματικότητα. Ο Τούρκος προδότης συνελήφθη αργότερα από Ανωγειανούς και τιμωρήθηκε με την εσχάτη των ποινών.
          Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Γεωργίου Αναγνώστου Σκουλά ή Μπογκιώρνου, ο οπλαρχηγός Εμμαν. Δακανάλης ή Παπαδομανόλης ανακοίνωσε στους πολεμιστές τα παρακάτω: «Αδελφοί και στρατιώται η πυρπόλησις των Ανωγείων και η αποτυχία του σχεδίου κατελύπησεν υμάς άπαντας όσον και ημάς τους απωλέσαντας τα υπάρχοντά μας. Τούτο το αισθάνομαι και εκ της προθυμίας μεθ΄ ης προσήλθατε και εκ της αθυμίας ήτις κατέλαβεν υμάς δια την αποτυχίαν. Το σχέδιο ήτο άριστον και εάν πραγματοποιείτο η επιτυχία ήθελεν είναι πλήρης οι δε εχθροί ήθελον μάθωσι να μη υπερπηδώσιν τα εσκαμμένα. Επειδή όμως έγινεν ό,τι έγινεν μ΄ όλα  ταύτα δεν πρέπει ν΄ ανθυμούμεν ούτε ν΄ αφήσωμεν τους Τούρκους  αποθρασυνομένους, διότι τότε τους δίδομεν θάρρος εις παρομοίας άλλας επιχειρήσεις. Κρίνω να μην διαλύσωμεν την στρατιάν, αλλά να προσβάλωμεν τους εχθρούς εις το στρατόπεδόν των και ν΄ ακολουθήσωμεν  αυτούς αν δεν αντιπαραταχθούν μέχρι των πυλών του Ηρακλείου. Και αν μεν δε δυνηθώμεν να τιμωρήσωμεν αυτούς, τουλάχιστον να τους δείξωμεν, ότι αγρυπνούμεν και φροντίζομεν περί της ασφαλείας ημών. Πρώτος ο Τσουδερός παραδέχτηκε τη γνώμη του Παπαδομανόλη και μετ΄ αυτόν  άπαντες οι άλλοι αρχηγοί».
         Στη σύσκεψη των οπλαρχηγών που ακολούθησε, αποφασίστηκε να κτυπήσουν το στρατόπεδο των τούρκων στον Άγιο Μύρωνα.
        Δυτικά των Ανωγείων στη θέση «Κάτω Κούκο» σε μια σπηλιά κατά την εξερεύνηση της περιοχής οι τούρκοι βρήκαν, κρυμμένη  τη σύζυγο του Αναγνώστη Σκουλά λεχώνα με νεογέννητο αγόρι, την οποία φύλαγε  η αδελφή της Ειρήνη Δακανάλη. Οι Τούρκοι  έσφαξαν τη λεχώνα, αφού απομάκρυναν από αυτή το νεογέννητο αγόρι (τον μετέπειτα Γεώργιο Αναγνώστου Σκουλά ή Μπογκιώρνο). Την Ειρήνη την πήραν μαζί τους στο Ηράκλειο, την οποία ένας τουρκοκρήτας την έκλεισε στο χαρέμι του και απέκτησε μαζί της τέσσερις Τουρκοκρητικούς γιούς.
      Την Ειρήνη  ανεγνώρισε το 1869 μετά από 47 χρόνια γριά πλέον ο πρώτος της ξάδελφος  παπά Γιάννης ή Γιώργης Δακανάλης, ο οποίος είχε πάει για ψώνια στο Ηράκλειο για την οκταμελή οικογένεια του. Περνώντας από τη Χανιώπορτα  γνώρισε το μονόφθαλμο ημίονο του στο ποτιστήρι των μεταγωγικών του τούρκικου στρατού. Του υπόδειξε ο φίλος του Γενή Μανώλης Τούρκος υποδηματοποιός, να πάει στον πασά να ζητήσει τον ημίονο του. Πήρε τα στοιχεία του ο πασάς και του έδωσε ένα λοχία (τσαούση) με σημείωμα, να δώσει στον παπά Δακανάλη τον ημίονο του.
       Ο τσαούσης ήταν γιος της Ειρήνης, ένας πολύ ψηλός άνδρας, εύσωμος, ξανθός   με αυλακωμένο πρόσωπο από την ευλογιά. Όταν διάβασε το όνομα του παπά, θυμήθηκε την καταγωγή  από τη μάνα του και τον οδήγησε στο σπίτι τους, παρά τη διαμαρτυρία του παπά να τον ακολουθήσει. Εκεί έλαβε χώρα εξομολόγηση και η επί τόσα πολλά χρόνια έγκλειστη  του χαραμιού γνώρισε τον πρώτο της ξάδελφο, στον οποίο διηγήθηκε τη ζωή της. Ο σύζυγος της όπως του είπε, της είχε φερθεί με μεγάλη ευγένεια και αφοσίωση. Δεν είχε άλλη γυναίκα και την άφησε να ασκεί μέσα στο σπίτι τα θρησκευτικά της καθήκοντα. Είχε μετατρέψει μια γωνία του σπιτιού σε εικονοστάσι και άναβε καντήλι, ενώ κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα πήγαινε στην εκκλησία για να μεταλαμβάνει των αχράντων μυστηρίων. Από τη μεριά του ο παπάς την ενημέρωσε για την κατάσταση της οικογένειας των Δακανάληδων και για τα νέα του χωριού. Στο τέλος αντάλλαξαν ασπασμούς μεταξύ τους και χώρισαν. Ο παπάς πήρε τον ημίονο του από τα  τούρκικα μεταγωγικά και μαζί με τα άλλα υποζύγια, αναχώρησε για το χωριό.
       Ο τσαούσης (λοχίας) μετά την αναγνώριση πήγε στα Ανώγεια και φιλοξενήθηκε στο σπίτι του παπά. Δεν άργησαν όμως να το πληροφορηθούν οι Τούρκοι και εκτόπισαν την οικογένεια του τούρκου σε άγνωστο μέρος.
       Η σπηλιά που ήταν κρυμμένη η Ειρήνη με την αδελφή της και το νεογέννητο αγόρι ονομάστηκε «Τσ΄ Αναγνώσταινας ο σπήλιος» και έτσι συνεχίζει να λέγεται μέχρι των ημερών μας.-
        Παγίδα του Κρουσώνα: Οι επαναστάτες συγκεντρώθηκαν στις Γωνιές Μελεβυζίου και από εκεί έφθασαν στο Κρουσανιώτικο Λιβάδι με αρχηγούς τους Π. Ζερβουδάκη από την Τύλισσο, Στρατή Δεληγιαννάκη με τους Ρεθεμιώτες, Τσουδερό με τους Αμαριώτες και Αγιοβασιλειώτες, τον Πωλογιωργάκη με τους Σφακιανούς και τους εθελοντές του Ζερβονικόλα, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τους τούρκους.
       Εκεί εγκρίθηκε σχέδιο, να σταλεί  ένα απόσπασμα από 80 Ανωγειανούς και μερικούς Κρουσανιώτες για να μη δώσουν υπόνοιες, ότι εμφανίστηκαν ξένοι επαναστάτες στην περιοχή, με σκοπό να προκαλέσουν τους Τούρκους και να πάρουν όσα ζώα συναντήσουν στο πέρασμά τους. Εκτελεστής του σχεδίου ορίστηκε ο Εμμανουήλ Δακανάλης ή Παπαδομανόλης. Παράλληλα οι υπόλοιποι αρχηγοί  θα λάμβαναν θέσεις μάχης γύρω από τον Κρουσώνα, για να περικυκλώσουν τους Τούρκους, που θα κυνηγούσαν τους Ανωγειανούς και Κρουσανιώτες,  που άρπαξαν τα ζώα.
       Ο Σερίφ Πασάς που ήταν στα υψώματα του Αγίου Μύρωνα έστειλε στις 18 Ιουλίου 1822,  370 επίλεκτους τουρκαλβανούς με αρχηγό τον Καψάλη και οδηγό τον συνεργάτη τους Μακρυμπογιατζή από το Μαλεβύζι. Με τη ρητή εντολή να φέρουν πίσω τους κλέφτες των ζώων ζωντανούς ή τα κεφάλια τους. Οι αρβανίτες κυνήγησαν από κοντά τους Ανωγειανούς, που οδηγούσαν τα ζώα προς τον Κρουσώνα με βρισιές και φοβέρες. Οι Ανωγειανοί προσποιούνταν  τους τρομαγμένους και δεν τους κτυπούσαν. Μόλις μπήκαν οι τουρκαλβανοί στον Κρουσώνα, οι επαναστάτες έκλεισαν το μέρος από τα νότια-ανατολικά στο κοντινό χωριό Κιθαρίδα και βρέθηκαν κυκλωμένοι. Τότε κατάλαβαν ότι έπεσαν σε παγίδα, προσπάθησαν να σπάσουν τον κλειώ, αλλά δεν τα κατάφεραν αν και πολέμησαν λυσσαλέα μέχρι το βράδυ. Τραυματίστηκε ο Ανωγειανός Αναγνώστης Σκουλάς οπλαρχηγός (πατέρας του συγγραφέα της μάχης Γ.Β. Σκουλάς ή Μπογιώρνος) από ένα Τούρκο που είχε ανεβεί  πάνω σε ένα δέντρο, πρόλαβε όμως τον αντιπυροβόλησε ο Σκουλάς και τον σκότωσε. Στο πεδίο της μάχης έπεσαν περίπου 30 τρουρκαλβανοί.
       Μόλις πλάκωσε η νύχτα  οι τουρκαλβανοί  για να προστατευθούν, πήραν ένα μικρό παιδί όμηρο του Κριτσωτάκη ή Τζουνιά  σε αυτό συγκλίνουν οι περισσότερες μαρτυρίες (κατά μια άλλη εκδοχή πήραν το παιδί του Κρουσανιώτη οπλαρχηγού Κοκολοζάχαρη) και μπήκαν μέσα στην εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους στον Κρουσώνα. Άφησαν το παιδί να φωνάζει επίτηδες, για να το ακούσουν οι Έλληνες και να μην τους πειράξουν. Οι επαναστάτες έζωσαν την εκκλησία και όποιος  προσπαθούσε να ξεμυτίσει  τον σκότωναν.
      Στη σύσκεψη που έκαναν οι οπλαρχηγοί τέθηκε το ζήτημα εάν έπρεπε να πυρπολήσουν το ναό ή να περιμένουν ώσπου να παραδοθούν οι έγκλειστοι. Τελικά αποφάσισαν να ανάψουν μεγάλη φωτιά μπροστά στην πόρτα του ναού. Ο εικοσαετής Ανωγειανός Κώστας Σκουλάς, γεμάτος ανδρεία, χάρη και δύναμη, ανέβηκε στη στέγη του ναού, τον ακολούθησε ο ομοχώριός του Κώστας Καλλέργης, θερμός, ανδρείος, άγριος και τον φώναζαν Τουρκόκωστα. Απευθύνθηκε στους επαναστάτες λέγοντας τα εξής: «Εγώ έχω δυο ονόματα το χριστιανικό και το τούρκικο. Υποτίθεται ότι απαγορεύεται στο χριστιανικό, να θέσει χείρα στο ναό. Εγώ προς το παρόν αναλαμβάνω το τούρκικο όνομα». Με βαριές άνοιξαν τρύπες στη στέγη του ναού, έριξαν μέσα λαδωμένα πανιά και άλλες εμπρηστικές ύλες (απομνημονεύματα Κρητοβουλίδου σελ 146) και έδωσαν φωτιά. Ο ναός έγινε παρανάλωμα του πυρός. Ο Κριτσωτάκης φώναζε  για το παιδί του, που χάνονταν μαζί με τους Τούρκους. Οι καπετάνιοι τον παρηγορούσαν και στο τέλος είπε: «Σαν είναι γραφτό να πεθάνει για την πατρίδα τόσο μικρό παιδί, ας πεθάνει, μα να μην γλιτώσει ρουθούνι Τούρκος».
          Μέσα στο ναό οι καπνοί και οι φλόγες πνίγουν και καίνε τους πολιορκημένους, οι οποίοι άνοιξαν τις πόρτες και βγήκαν έξω. Αρκετοί έπεσαν στη φωτιά που άναβε στην πόρτα του ναού και τους άλλους σκότωσαν οι επαναστάτες. Ένας τουρκαλβανός πήδηξε τη φωτιά, την πέρασε και πυροβολεί  άστοχα από πίσω τον Στρατή Δεληγιαννάκη, προσπαθεί να δευτερώσει, αλλά ο Δεληγιαννάκης τον κάρφωσε πέρα για πέρα με ένα τεράστιο μαχαίρι και τον εκτέλεσε.  Όλοι έπεσαν νεκροί εκτός από ένα τουρκαλβανό και τον οδηγό Μακρυμπογιατζή, που έκαναν τους πεθαμένους μέσα στα πτώματα. Μέσα στους νεκρούς ήταν  και το παιδί του Κριτσωτάκη. Στο πεδίο της μάχης έπεσαν ηρωικά 25 χριστιανοί.
         Οι δυο ζωντανοί έφυγαν και ειδοποίησαν τον Σερίφ Πασά  για την καταστροφή που έπαθαν. Σκότωσαν αμέσως τον οδηγό Μακρυμπογιατζή, γιατί  οδήγησε τους τουρκαλβανούς στην παγίδα και για εκδίκηση των Ελλήνων.
        Στη μάχη αυτή πήρε μέρος ο Μιχάλης Μαυρογιαννάκης ή Μελίτακας από τα Ζωνιανά, ο οποίος γνώριζε την τουρκική γλώσσα, γιατί είχε διατελέσει υπηρέτης στη Σμύρνη. Ακολούθησε τους Τούρκους προφασιζόμενος τον Τουρκοκρήτα και  τους παρότρυνε να βαδίζουν προς τον Κρουσώνα, έτσι συνετέλεσε στην καταστροφή τους. Αργότερα αναδείχθηκε σε γενναίο και ορμητικό οπλαρχηγό.
          Ο Αντιστράτηγος λογοτέχνης Δοκανάρης Ναπολέων στην εργασία του σχετικά με την ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΚΡΗΤΙΚΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ, την οποία έχει δημοσιεύσει στην ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ στα τεύχη 256, 257 Αθήνα 1980, αναφέρεται στον στρατηγό Ευστράτιο Πίσσα, που κατάγονταν από τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Ήλθε εθελοντής στην Κρήτη και σε ένα χειρόγραφό του καλύπτει τα γεγονότα της χρονικής περιόδου από τον Ιούλιο του 1822 ίσαμε το Δεκέμβριο του 1823.
         Ο συγγραφέας αναφέρεται διεξοδικά στην άφιξη του Μανώλη Τομπάζη στην Κρήτη και δίνει αρκετές λεπτομέρειες για την πορεία των επιχειρήσεων. Συνεχίζοντας τις αφηγήσεις του αναφέρει, ότι μετά από 10 ημερών πολύμοχθο πορεία, κατά την οποίαν είχαν εξασθενήσει οι σωματικές του δυνάμεις, έφθασε στο χωριό Κρουσώνας, όπου βρήκε το Ελληνικό στρατόπεδο. Το Τούρκικο στρατόπεδο  ήταν  απέναντι στον Άγιο Μύρωνα.
          Γύρω από τον Άγιο Μύρωνα υπήρχαν τα αλώνια του Μπεντρή Εφέντη  και αποφάσισαν να πάνε τη νύκτα, να κάψουν  τα σπαρτά και να πάρουν συγχρόνως όσα ζώα μπορούσαν. Κατά την υποχώρηση τους είχαν σκοπό να προσελκύσουν τους Οθωμανούς στο χωριό Κιθαρίδα, όπου είχε κρυφτεί δύναμη 300 ανδρών. Το σχέδιο πέτυχε απόλυτα χωρίς κανένα κώλυμα και οι  Οθωμανοί έπεσαν στην ενέδρα και δεν υπήρχε γι΄ αυτούς μέσο σωτηρίας.
         Στο σημείο αυτό παραθέτω ακριβή αντιγραφή της αφηγήσεως του συγγραφέα: «Εν τη περιπτώσει ταύτη μοι εγένετο καταφανής η των Ανωγειανών ωκυποδία, και απεδείχθησαν αληθείς οι λόγοι των, ότι θα μας είναι χρήσιμοι εις το στρατόπεδον, καίτοι άοπλοι εν καιρώ καταδιώξεως του εχθρού». Ο συγγραφέας συνεχίζει την αφήγησή του και αναφέρει, ότι κατεδίωκε ο ίδιος ένα Οθωμανό αξιωματικό. Την ώρα που ήταν έτοιμος να τον συλλάβει, άκουσε πίσω του ένα Ανωγειανό να φωνάζει: «Στάσου Αγά που φάγες τα σύγληνά μας». Και τότε με οργή  κτύπησε με την μαγκούρα του το κεφάλι του Αγά και τον άφησε νεκρό. Του πήρε τα όπλα και εξοπλίστηκε. Στη μάχη αυτή εξοπλίστηκαν περίπου 300 Ανωγειανοί, οι οποίοι έκαναν δικό τους σώμα από 500 άνδρες.
       Οι Έλληνες άρχισαν αμέσως τη λαφυραγωγία και αποκόμισαν  ασημένια τουφέκια, μαχαίρια, χρυσά νομίσματα, ρούχα, άλογα, βόδια, πρόβατα και ότι άλλο αξιόλογο υπήρχε. Μάλιστα άρχισαν να φιλονικούν πάνω στη μοιρασιά.
       Οι Ανωγειανοί Σκουλάς και Καλλέργης που άνοιξαν τις τρύπες στη στέγη του ναού, πέθαναν μετά από δυο μέρες προφανώς από τις αναθυμιάσεις. Άλλοι πάλι  απέδωσαν τους θανάτους στην πράξη που έκαναν.
      Οι Έλληνες έκαναν επίθεση και κατέστρεψαν το τούρκικο στρατόπεδο στον Άγιο Μύρωνα, το οποίο το βρήκαν άδειο, γιατί ο Σερίφ Πασάς είχε αναχωρήσει για το Ηράκλειο με τον υπόλοιπο στρατό και κλείστηκε στα τείχη του Κάστρου.
      Στη μάχη αυτή διακρίθηκαν σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του γιατρού Γ. Δακανάλη, Ο Σμπωκοβασίλης που κρατούσε τη θέση πάνω από το χωριό  Κρουσώνας και παρά το ότι, του επιτέθηκε μεγάλος αριθμός τουρκαλβανών τους έτρεψε σε φυγή. Προς τιμή του ονομάστηκε η θέση αυτή «Στου Σμπώκο τον Πόρο». Ο Σμπωκοβασίλης εκτός από τη σοβαρότητα, τη γενναιότητα, συγκέντρωνε όλα τα προσόντα του αρχηγού, παρακινδύνευε πάντοτε στις μάχες και ως βράχος ακίνητος στέκονταν προ του εχθρού. Ο Ξετρύπης διακρίνονταν για την ταχύτητα, τις σωματικές του δυνάμεις και την αποφασιστικότητά του. Ο Εμμαν. Δακανάλης ή Παπαδομανόλης πρώτος μεταξύ όλων διακρίνονταν δια την ωκυποδία του, το  μειλίχιο του χαρακτήρα του και την επιβολή του στους νέους. Οι τρεις παραπάνω έγιναν γνωστοί και πέραν των ορίων της επαρχίας.
         Επίσης πολέμησαν γενναία και αναδείχτηκαν αμείλικτα παλικάρια σε όλες τις μάχες που δόθηκαν, ο Φρυσάλης, ο Τουπής, ο Νικόλαος Κεφαλογιάννης, ο Εμμανουήλ Σπυθούρης, ο Γεώργιος Ξυλούρης ή Σουβλής, ο Γεώργιος Σταμάτης, ο Μπαντιδόνης και ο αδελφός του Νιώτη, που αν και χωλός πήγαινε στις μάχες έφιππος. Σκοτώθηκε στη μάχη που δόθηκε στο Βασιλικό πάνω από τη Φόδελε.
        Αμέσως μετά την επιστροφή των επαναστατών και των οικογενειών τους στα Ανώγεια, άρχισε όπως-όπως η ανοικοδόμηση του χωριού. Πρώτο μέλημα τους ήταν η σύσταση δημογεροντίας από ενάρετους και φρόνιμους Ανωγειανούς, στους οποίους ανέθεσαν την επιμελητεία περίθαλψης των ορφανών παιδιών, τραυματιών και  ασθενών.  ( πηγές Ι. Μουρέλος σελ 648, Β. Ψιλάκης σε. 484).
         Μάχη του Σκλαβόκαμπου: Ο Χασάν πασάς έκανε εκστρατεία από τα Χανιά  προς Ηράκλειο με αντικειμενικό σκοπό να καταστείλει τους εξεγερθέντες Χριστιανούς. Στις 30 Αυγούστου 1822 στρατοπέδευσε στην Ιερά Μονή της Χαλέπας στο Μυλοπόταμο, εκεί δεν βρήκε κανένα άτομο, γιατί όλοι είχαν φύγει είτε προς τους μαχητές, είτε απομακρύνθηκαν λόγω του επερχόμενου κινδύνου. Οι Μυλοποταμίτες με αρχηγούς τους Χούρδο και Ανδρακό  κτύπησαν αιφνιδιαστικά τους Τούρκους μέσα στα τσαντίρια τους. Στην αρχή αιφνιδιάστηκαν, αλλά γρήγορα κατόρθωσε ο Χασάν να ενεργοποιήσει την άμυνά του.         
        Από τη θέση «Φλαμούρα» πάνω από τη μονή το τούρκικο πυροβολικό έβαζε κατά των επαναστατών, αλλά η ζημιά που τους έκανε ήταν μηδαμινή. Φεύγοντας ο Χασάν άφησε στη Χαλέπα 23 άταφους νεκρούς τούρκους. Ο πολυάριθμος στρατός του Χασάν προχωρεί προς τη θέση Σκλαβόκαμπο. Οι αρχηγοί Σμπώκος Σκουλάς,  Εμμαν. Δακανάλης ή Παπαδομανόλης, Νιώτης και Ξετρίπης έτρεξαν από τους πρώτους και έχουν πιάσει τα στενά του Σκλαβόκαμπου. Σε λίγο καταφθάνουν οι Μελιδόνης, Παλμέτης, Σγουρός, Καλλέργης και ο Πέτρος Ζερβουδάκης με τους Μαλεβυζιώτες. Ο Χασάν πασάς πέφτει στη μέση τους και τον κτυπούν από παντού, το ιππικό του μέσα στις κακοτοπιές δεν μπορεί να προσφέρει. Η θέση του ώρα με την ώρα γίνεται δύσκολη και αμύνεται μέχρι να έλθει με ενισχύσεις ο Σερίφ πασάς, οι οποίες ποτέ δεν έφθασαν. Οι επαναστάτες προσπαθούν να κλείσουν το πέρασμα. Όλη τη μέρα στις 31 Αυγούστου 1822 βάσταξε η μάχη και οι Τούρκοι έχασαν 60 μαχητές και πολλά άλογα του ιππικού.
       Τη νύχτα ειδοποίησε αγγελιοφόρος τον Χασάν, ότι οι χριστιανοί περιμένουν ενισχύσεις από τους Σήφακα, Τσουδερό και Χάλη. Ο Χασάν εκτίμησε την κατάσταση, θεώρησε  να απαγκιστρωθεί πριν βρεθεί κυκλωμένος την επόμενη μέρα. Η αποχώρηση έγινε με μεγάλη μυστικότητα για να μην πάρουν χαμπάρι οι έλληνες. Οι σκοποί όμως του στενού ειδοποίησαν ότι φεύγουν οι Τούρκοι. Λόγω του σκότους  διέλαθαν  χωρίς να απαντούν στα πυρά των Ελλήνων.
      Την επομένη μέρα βρήκαν οι Έλληνες άδειο το στρατόπεδο και άρχισε η λαφυραγωγία από την οποία αποκόμισαν όπλα, άλογα, εφόδια και πολλά άλλα χρήσιμα πράγματα. (Ι. Μουρέλλος  σελ 671, Βασ. Ψιλάκης  497)
     Ο Γιώργης Δακανάλης γιατρός αναφέρει, ότι στη μάχη αυτή έπεσε ηρωικά μαχόμενος ο παπά Γιάννης Δακανάλης οπλαρχηγός αδελφός του Παπαδομανόλη και αρκετοί άλλοι πολεμιστές.  Ο παπά Γιάννης είχε πάντα ένα  μεγάλο σταυρό μέσα στη βούργια του. Σε μια από τις πολλές μάχες που έδωσε, ένα τούρκικο  βόλι τον  βρήκε στην πλάτη, τυχαία κτύπησε πάνω στο σταυρό και τον σημάδεψε, αλλά ο παπάς σώθηκε. Έκτοτε ο σταυρός αυτός παραδίδεται από παπά σε παπά των Δακανάληδων με τελευταίο τον παπά Γιώργη στο Χαράκι Μονοφατσίου που πέθανε το 1984. Ο σταυρός βρίσκεται στα χέρια της οικογένειας  του και περιμένει το νέο παπά των Δακανάληδων να τον παραλάβει.
       Οι Τούρκοι έπιασαν αιχμάλωτο το Δημήτριο Κεφαλογιάννη ετών 14 τον οποίο πούλησαν στον αγά των μύλων του Αλμυρού και την νέα Ελένη Καλλέργη έστειλαν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στον Αυστριακό Πρόξενο. Ο γιός της Ελένης ονομάζονταν Λέων Χουντεχόφσκυ και του αμφισβήτησαν την ευγενή καταγωγή αργότερα στην Αυστρία, επειδή η μητέρα του είχε εξανδραποδιστεί. Το 1911 επί Κρητικής Πολιτείας πήγε στα Ανώγεια ο ιστορικός Στέφανος Ξανθουδίδης και έκανε σχετικές έρευνες για την καταγωγή της Ελένης και διαπίστωσε ότι προέρχονταν από την αριστοκρατική οικογένεια των Καλλέργηδων. Επίσης βρήκε το οικόσημο των Καλλεργών στο υπέρθυρο της Αγίας Μαρίνας στην Ιερά Μονή της Χαλέπας. Γνωστοποίησε τα αποτελέσματα των ερευνών του στη Βιέννη  και διατήρησε την ευγένεια του ο Λέων Χουντεχόφκυ.
     Επειδή πιάστηκαν αιχμάλωτοι και πουλήθηκαν ως σκλάβοι η περιοχή πήρε την ονομασία Σκλαβόκαμπος. Η μάχη αυτή δεν είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα για τους Χριστιανούς. 
 Ηρωικός θάνατος του Εμμανουήλ Δακανάλη ή Παπαδομανόλη:
       Ο Γιατρός Γεώργιος Δακανάλης στα απομνημονεύματα του αναφέρει, ότι ο ηρωικός θάνατος του Παπαδομανόλη συνέβη το 1823 στη  Γιόφυρο έξω από το Ηράκλειο σε μια μάχη με τους Τούρκους. Ο Γιώργης Σμπώκος δάσκαλος και πρώην δήμαρχος Ανωγείων συμπληρώνει στο βιβλίου του ΑΝΩΓΕΙΑ 1992 σελ. 121-123,  ότι μετά από διερεύνηση του θέματος διαπίστωσε, ότι έγινε μεγάλη μάχη στου Γάζι υπό την ηγεσία του Μιχάλη Κουρμούλη στην οποία συμμετείχαν αρκετοί Έλληνες μεταξύ των οποίων και οι Ανωγειανοί, με τους Νιώτη, Σκουλά, Σμπώκο, Ξετρύπη και άλλους.
       Στους  Τούρκους επιτέθηκε αιφνιδιαστικά πρώτος ο  Καπετάν Κουρμούλης με το ιππικό του και τους πεζούς. Οι Τούρκοι  τα έχασαν  και υποχώρησαν άτακτα προς το Ηράκλειο. Την υποχώρηση ακολούθησε πανικός, όταν τους πήραν κυνήγι οι περίφημοι για την γρηγοράδα των ποδιών τους Ανωγειανοί, οι οποίοι συναγωνίζονταν την ταχύτητα του ιππικού. Στη  Γιόφυρο  οι Έλληνες συνάντησαν μεγάλη δύναμη τούρκικου στρατού και ιππικού και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. (ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΣ 1989 του Γ. Πατεράκη σελ.168). Εκεί στη Γιόφυρο την άνοιξη του 1823 (Μεγάλη Παρασκευή) έπεσε από τούρκικο βόλι ο ήρωας Παπαδομανόλης, του οποίου η  ωκυποδία και η γενναιότητα τον έφεραν πρώτο μεταξύ των πρώτων στην καταδίωξη των Τούρκων.
      Η Ζαφείρα μνηστή του Εμμανουήλ Δακανάλη ή Παπαδομανόλη μετά τον ηρωικό θάνατο του αρραβωνιαστικού της εξακολούθησε, να ακολουθεί τους επαναστάτες στα βουνά και σε κάποια  συμπλοκή με τους τούρκους έπεσε ηρωικά μαχόμενη.
      Οι Δακανάληδες που καταγόμαστε από τον οπλαρχηγό παπά Γιάννη Δακανάλη, αποκαλούμαστε μέχρι σήμερα  «Παπαδιανοί».
      Το τραγούδι του Παπαδομανόλη είναι αγνώστου ριμαδόρου και το μετέφεραν σε μας τους νεότερους οι ιερείς  Γιώργης Ν. Ανδρεαδάκης ετών 83 (1965), Μιχάλης Γ. Μανουράς ετών 77 (1965), Στυλιανός Δακανάλης ετών 84 (1980), Μανόλης Χαρ. Δακανάλης ετών 72 (2015), Ο Παύλος Βλαστός (1893) Ο Γάμος εν Κρήτη. Ήθη και Έθιμα Κρητών σελ. 119.
       Υπάρχουν διάφορες μικρές παραλλαγές χωρίς να αλλάζει η ουσία. Ο γράφων θυμάται ότι το τραγούδι αυτό, το τραγουδούσαν οι παλιοί  Ανωγειανοί, όταν γλεντούσαν στο χωριό, μεταξύ των οποίων ο Ζαχαρίας Καλλέργης ή Μπενάς, ο Γιώργης Μανουράς ή Κουρκούτης και διάφοροι άλλοι.

            ΠΑΠΑΔΟΜΑΝΟΛΗΣ
Πρωί-πρωί με την δροσιά π΄ ανοίγει το λουλούδι
για φρουκαστείτε να σας πω τέσσερα  πέντε λόγια.
Τραγούδι να το μάθετε, τραγούδι να το λέτε
και για τσι παπαδιάς  τσι γιους να κάθεστε να κλαίτε.
Ο ένας ήτονε παπάς με ράσα και με γένια
μα ζώστηκενε τ΄ άρματα μπιστόλια και μαχαίρια.
Και γίνηκε οπλαρχηγός και γύριζε αντάρτης
κι οι τούρκοι τον σκοτώσανε το βράδυ μιας Τετάρτης.
Στη μάχη στο σκλαβόκαμπο εις τσι Γωνιές πιο κάτω
μα σκότωσε πριν σκοτωθεί είκοσι πάνω κάτω.
Κι΄ ο άλλος ήτονε βοσκός και γύριζε στα όρη
και είχεν αρραβωνιαστεί μια πλουμισμένη κόρη.
Στο πάνω αόρι έβοσκε κι αν θές τσ΄ αποστροφές του
στον Σκίνακα ανατολικά αρμέγουν τσ΄ έγγαλες του.
Κι΄όλοι τον εκατέχανε σαν Παπαδομανώλη
μικροί μεγάλοι στο χωριό τον εθαυμάζαν όλοι.
Μα Δακανάλης ήτονε γραμμένος στα βιβλία
και την ζωή του έταξε για την ελευθερία.
Γι αυτό είχενε με την Τουρκιά μίσος κακιά κι αμάχη
κι ορκίστηκε να πολεμά μαζί τους όπου λάχει.
Και γίνηκε οπλαρχηγός πάνω στον Ψηλορείτη
και πολεμά την λευτεριά να φέρει εις την Κρήτη.
Μα τσι μοίρας το γραφτό ήτονε μιαν ημέρα
στον άλλο κόσμο να βρεθεί απ΄ των τουρκιών τη χέρα.
Μια ταχινή σηκώνεται πλύνετε και καθίζει
και με πετσέτα πλουμιστεί το πρόσωπο σκουπίζει.
Και ύστερα σηκώνεται και τ΄ άρματα του ζώνει
και η μάνα του τονέ θωρεί και τονε καμαρώνει.
Φέρε μου μάνα μια ρακή φέρε μου και καρύδια
και με τσι τούρκους σήμερα θα νέχουμε παιχνίδια.
Γιε μου βλέπε τη νιότη σου, βλέπε την τη ζωή σου
γιατί έχω δα τα θάρρη μου μόνο σ΄ ενομή σου.
Βλέπω την μάνα, βλέπω την τη ζωή μου
μα αν δεν βγάλω και αντρειά, δεν το χωρεί η ψυχή μου.
Το όνειρο που δα σήμερο δεν είναι καλό για σένα
λαγό δα και προπάθιενε εις το προσκέφαλό σου.
Μισεύγει και τη χαιρετά και τσι φιλεί το χέρι
και τάζει τσι τρεις κεφαλές στο γυρισμό να φέρει.
Εις του Κρουσώνα την κορφή τα σπάσαν τα καρύδια
ποκάτω στα ριζώματα τ΄ άρχισαν τα παιχνίδια.
Μ΄ αυτός καλά την κάτεχε την τέχνη του πολέμου
ετσ΄ όμορφο πολεμιστή δεν είδα γω ποτέ μου.
Σαν αετό επέτανε κι επάθιεν εις τα φρούδια
κι απ΄ των τουρκών τσι κεφαλές έβγαζε φλιντζακούδια.
Οι τούρκοι φοβηθήκανε και φεύγουν να σωθούνε
στο Κάστρο εγλακούσανε, μέσα να πα να μπούνε.
Στη Γιόφυρο τους κόντεψε και τους περικυκλώνει
και τους κτυπά και το σπαθί πάλι ξαναματώνει.
Μέσα σ΄ αυτή τη ταραχή τση μάχης τα παιχνίδια
στη Γιόφυρο πωπερωθιό  τόνε σκοτώνουν ίδια.
Εκειά σκοτώνουν τον αετό τ΄ όμορφο παλληκάρι
θεέ μου και πως τον άφησες τον χάροντα να πάρει.
Κρίμα τον κείνος ο βοσκός, κρίμα του να μπιτίσει
που αναζήταν τα σφαχτά χωρίς να τα μετρήσει.
Την ώρα που ξεψύχανε μα πριν να βγει η ψυχή του
παράγγειλε ίντα θελε να κάμουν οι δικοί του.
Κι αφήνει μια παραγγελιά να πουν του πεθερού του
τα κόκαλά του να θαφτούν μαζί με τα  αδελφού του.
Τα ζα του να ποτίζουνε στου Βλάχο τα πηγάδια
εκειά που εποτίζανε κι άλλα πολλά κουράδια.
Στη πιο βαθύτερη γιαλιά να παν τα πρόβατα του
και στου Σκινάκου τη κορφή τα στειρομάροπα του.
Το μπαϊράκι πήρανε και πάνω στο κονάκι
κι η κοπελιά του έφτασε σε ώρας μιας λιγάκι.
Και σύρνει η μαύρη μια φωνή και το χωριό εμαζώχτη
που ναι Μανώλη μου ντελή η ακριβή σου νιότη.
Και ξανασέρνει μια φωνή κι  έπεσε λιγωμένη
κι όλοι την εθαρρούσανε πως ήταν ποθαμένη.
Κείνη την ώρα  πρόλαβε κι μάνα πικραμένη
όπου δεν έχει πράμα μπλιό στον κόσμο ν΄ ανημένει.
Κι εβάστανε μεταξωτά σάβανα και σεντόνια
και τονε ντύνει κι ύστερα τούλεγε μοιρολόγια.
Και μες τα μοιρολόγια της λέει η χαροκαμένη
αφήστε τον με τ΄ άρματα στον Άδη να πηγαίνει.
Προσκέφαλο να βάλετε τ΄ άρματα μεσ΄ το μνήμα
για να μην είναι μοναχός μα συντροφιά με κείνα.
Σήμερο με ξεγέλασες γιε μου χωρίς να θέλεις
κι εξέχασες τις κεφαλές που τάξες να μου φέρεις.
Σώπα κυρά μου παπαδιά μα σκότωσε τριάντα
τριάντα τούρκους διαλεχτούς και τσι σύρε στην πάντα.
Έτσα λογής του σταυραετού το τέλος του εγίνει
από το χάρο  που ποτέ χαρά δεν μας αφήνει.
                                        Μοίρες  23 Σεπτεμβρίου 2015
                               ΜΑΝΟΛΗΣ ΜΙΧ. ΔΑΚΑΝΑΛΗΣ


Ερμηνευτικά: Αποστροφή-Δοχή = το μέρος που βόσκει το ποίμνιο. Έγκαλα= γαλακτοφόρα.
 Σκίνας= βουνό. Κάστρο = Ηράκλειο. Φρούδι= Το πάνω σημείο του βουνού που φαίνεται όλη η πλαγιά. Κοντεύω= αλλάζω πορεία.  Σφαχτό= πρόβατο μέχρι δυο ετών. Στειρομάροπα = αρνιά που προορίζονται για πρόβατα. Μπιτίσει = τελειώσει. Ορτάκης= σύντροφος. Γιαλιά= χειμαδιό κοντά στη θάλασσα.

Πηγές:
1) Απομνημονεύματα Γεωργίου Αναγνώστου Σκουλά ή Μποκιώρνου 1889. Δημοσιευμένα σε συνέχειες στην εφημερίδα Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΑΝΩΓΕΙΩΝ από τον  δικηγόρο Μιχάλη Σκουλά ή Καπετανομιχάλη.
2)  Απομημονεύματα (δακτυλογραφημένα)  Γεωργίου Δακανάλη γιατρού (Ι884-1963).
3)  Από τη ΒΕΝΕΤΙΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ 1997 Μανόλης Δακανάλης  σελ 33-61.
4) Ιστορικαί αναδρομαί Τα Ανώγεια Μυλοποτάμου εις την επανάστασιν του 1821 του δικηγόρου     Μιχάλη Σκουλά ή Καπετανομιχάλη. Δημοσίευση στη ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΑΝΩΓΕΙΩΝ σε συνέχειες.
5)  ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ  Τόμος 3Ος  Βασ. Ψιλάκη σελ. 447, 484,.
6)  ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ Ιωάν. Μουρέλλου τόμος 1ος. Σελ.592, 648,
7)  Απομνημονεύματα Κρητοβουλίδου.
8)  ΑΝΩΓΕΙΑ 1992 Γιώργη Σμπώκου σελ 121-123,
9)  ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΣ 1989, του Γιώργου Πατεράκη σελ 168.
10) ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΚΡΗΤΙΚΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ Της ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ 1980 Ναπολέων Δοκανάρης.
11) Φωτογραφίες Μανόλης Μιχ. Δακανάλης.
12) Οι Παλαιοί Ανωγειανοί 2007, σελ. 170-173  Ορέστης Μανούσος
      Αναρτήθηκε στις 24-9-2015 στο mires46.blogspot.com
        Αναρτήθηκε στις 30-9-2015 στην ηλεκτρονική εφημερίδα ΑΝΩ ΓΗ.


Πάνω αριστερά Παπά Γιάννης Δακανάλης,δεξιά Εμμ.Δακανάλης ή Παπαδομανόλης. Κάτω αριστερά Γιάννης Δακανάλης ή Δακαναλογιάννης και Γιώργης Δακανάλης ή Μπέτσος οπλαρχηγοί.


Γιώργης Δακανάλης γιατρός

Η πλατεία Αρμί των Ανωγείων.

Τσ΄Αναγνώσταινας ο σπήλιος


Μητάτο Παπαδομανόλη στη Νίδα

Η πέτρα που έστησαν στο Ελληνικό ή Λενικό