Σελίδες

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

TO TEΛΟΣ ΤΗΣ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ



 ΨΕΥΔΩΝΥΜΟ: ΨΗΛΟΡΕΙΤΗΣ
         ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤHΣ AΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ

                       ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ          
Το πρωί στις 2 Μαΐου 1919 ο ουρανός καθάρισε από τα σύννεφα και ο ήλιος της Ελευθερίας φωτίζει τη Σμύρνη, τις κορφές των βουνών της Ερυθραίας, Φώκαιας και τα Μουστούσια όρη ή «Δυο αδέρφια». Ο θρύλος αναφέρει, ότι τα δυο αδέρφια απολιθώθηκαν μετά την κατάκτηση της Σμύρνης από τους Τούρκους και από τις κορυφές τους φρουρούσαν το ελληνικό πνεύμα της Ιωνίας. Ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε με εντολή των Συμμάχων στη Μικρασιατική ακτή και κατέλαβε τη Σμύρνη και μέρος της ενδοχώρας.
Είχε προηγηθεί στις 28-7/10-8/1920 η συνθήκη των Σεβρών στο ομώνυμο προάστιο του Παρισιού Σέβρες και για λογαριασμό της Ελλάδας την υπέγραψε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Η παραπάνω συνθήκη διέθετε χαρακτηριστικά τελικής λύσης του Ανατολικού ζητήματος και αποσπούσε περίπου τα 4/5 των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για σχηματισμό νέων κρατικών οντοτήτων.
           Η διαρκής εθελοντική δράση  των Ανωγειανών, το  αδούλωτο  πνεύμα προς την ελευθερία, την αυτοθυσία υπέρ Πατρίδας που τους κατέχει και ο σκληρός  χαρακτήρας που έχουν αποκτήσει διαχρονικά, τους στοίχισε κατά καιρούς πάρα πολύ ακριβά με τρία ολοκαυτώματα των Ανωγείων. Το 1822 και το 1867 από τους Τούρκους και  τον Αύγουστο του 1944 πραγματοποιήθηκε το 3ο ολοκαύτωμα  από τους Γερμανούς, το οποίο αποτέλεσε κορυφαίο γεγονός της Αντίστασης του αγωνιζόμενου λαού των Ανωγείων. Στον ορεινό αυτό τόπο με το Ιδαίο Άντρο στο οποίο γαλουχήθηκε ο Ξένιος Ζευς, γεννήθηκαν και ανατράφηκαν άνδρες με πνευματική ευστροφία, όπως πολιτικοί, δικηγόροι, γιατροί, φαρμακοποιοί, δικαστές, μηχανικοί, οικονομολόγοι, στρατιωτικοί, εκπαιδευτικοί, μουσικοί, ζωγράφοι και αρχηγοί επαναστάσεων, που προέρχονταν κυρίως από τους βοσκούς.
           Το Νοεμβρίου του 1920 οι εκλογές ανέδειξαν στην εξουσία το Λαϊκό Κόμμα. Το Δεκέμβριο του ιδίου  χρόνου κατόπιν δημοψηφίσματος επανήλθε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος στην Ελλάδα. Ακολούθησε η δραματική αναστροφή του κλίματος από τους Συμμάχους και η αλλαγή πορείας του συνόλου της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, με τις γνωστές δυσμενείς επιπτώσεις για τη μικρασιατική υπόθεση.
Στις 12 Αυγούστου 1922 επιτέθηκε ο τούρκικος στρατός κατά του ελληνικού μετώπου. Δεν υπήρξε αιφνιδιασμός, διότι το ελληνικό επιτελείο εκεί ακριβώς περίμενε την επίθεση. Παράλληλα, υπήρξαν ενδείξεις και προειδοποιήσεις στην ελληνική στρατιωτική ηγεσία για επικείμενη τουρκική επίθεση, ξεκίνησε με μια συντονισμένη επίθεση πυροβολικού που κλόνισε τις ελληνικές δυνάμεις της πρώτης γραμμής. Γενικά η όλη οργάνωση της επιχείρησης ετοιμάστηκε με τεχνική επάρκεια ασυνήθιστη για πολέμους περιφερειακών δυνάμεων. Το τουρκικό ιππικό φαινόταν παντού παρόν συνεπικουρούμενο από τους αντάρτες και τους εξεγερμένους μουσουλμάνους.
           Στις 15 Αυγούστου η αποσάθρωση των Α΄ και Β΄ Σωμάτων Στρατού είχε ολοκληρωθεί στο Νότο. Η Μεραρχία Τρικούπη στις 17 περίπου με 5.000 άνδρες πιάστηκε αιχμάλωτη. Καθώς ο στρατός πλησίαζε στη θάλασσα διογκώνονταν οι αριθμοί των φυγάδων από τις στρατιωτικές μονάδες καταλύοντας κάθε έννοια συνοχής και επικράτησε χάος. Στη βόρεια πλευρά οι δυνάμεις Εσκί Σεχίρ (Γ΄ Σώμα Στρατού) στις 24 Αυγούστου είχαν υποχωρήσει στην Προύσα. Καθώς η καταστροφή των ελληνικών στρατευμάτων στο νότο είχε ολοκληρωθεί ισχυρές τούρκικες δυνάμεις ενίσχυσαν το Βορά. Κάτω από την πίεση αυτή η 11η Μεραρχία με 4.500 άνδρες αποκόπηκε και αιχμαλωτίστηκε ολόκληρη.
Μόνο η Ανεξάρτητη Μεραρχία του στρατηγού Φράγκου και το σύνταγμα του Πλαστήρα αποτέλεσαν την εξαίρεση μπροστά στον καταιγισμό των εξελίξεων, αν και βρέθηκαν να κινούνται χωριστά μέσα στο εσωτερικό. Κατάφεραν τελικά να σωθούν και έφθασαν σώοι στα παράλια στις 31 Αυγούστου μαζί με χιλιάδες χριστιανούς πρόσφυγες. Μαζί τους οδηγούσαν για να τρέφονται μεγάλο αριθμό αιγοπροβάτων και βοοειδών.
Δυστυχώς τα ολέθρια αποτελέσματα του Εθνικού διχασμού εξακολουθούσαν να παρατηρούνται από το 1915, τόσο στο λαό, όσο και στο στράτευμα. Η κατάσταση του στρατεύματος ήταν τραγική καθώς αφημένο στην τύχη του στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας, αντιμετώπιζε σωρεία προβλημάτων όπως η έλλειψη τροφίμων, πυρομαχικών, η χαλάρωση της πειθαρχίας, με αποτέλεσμα να επικρατεί απερίγραπτη αταξία. Απόρροια της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής των ελληνικής κυβέρνησης ήταν η μικρασιατική καταστροφή μια από τις μεγαλύτερες καταστροφές του Νέου Ελληνικού Κράτους. Ακολούθησε η ανταλλαγή πληθυσμών όπου στην Ελλάδα έφτασαν περίπου 1.000.000 Έλληνες πρόσφυγες. Μαζί τους χάθηκε οριστικά και η Μεγάλη Ιδέα του έθνους.
          Όσοι μετά τη συντριβή του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος δεν κατόρθωσαν να διαφύγουν, οδηγήθηκαν στην ενδοχώρα της Τουρκίας για να δουλέψουν σε συνθήκες αιχμαλωσίας στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού). Το καθεστώς της αιχμαλωσίας ευτέλιζε κάθε έννοια ανθρωπισμού. Αντιμετωπίζονταν ως τρόπαια στους νικητές, που είχαν εξουσία ζωής και θανάτου. Ακόμα και όταν το σώμα δεινοπαθεί και δοκιμάζεται η ψυχή δεν παραδίδεται, επιμένει μέχρις ότου αδράξει την ευκαιρία για σωτηρία.
          Πρωταγωνιστές στις δυο παρακάτω ιστορίες που ακολουθούν είναι δυο Ανωγειανοί στρατιώτες, ο Γρηγόρης Γεωργ. Σαλούστρος και ο Μανόλης Σταυρακάκης ή Μερτζανοζαχαράκης, που υπηρέτησαν στο Μικρασιατικό μέτωπο σε διαφορετικές περιοχές και μονάδες. Οι προφορικές αυτές αφηγήσεις αποτελούν μαρτυρίες αιχμαλώτων, οι οποίες εστιάζονται αποκλειστικά στο δραματικό αγώνα για την επιβίωση τους και μοιάζουν με επεισόδια ενός μεγάλους έπους, όπου η διάκριση ανάμεσα στο συμβάν, τη μυθοπλασία και την ιστορία συμφύονται. Κοινό σημείο  των δυο ιστοριών είναι το αίσιο τέλος της αιχμαλωσίας τους και η επιστροφή τους στα πάτρια εδάφη.
          Ο Γρηγόρης Γεωργίου Σαλούστρος γεννημένος στα Ανώγεια Μυλοποτάμου το 1899 υπηρετούσε ως στρατιώτης στην 11η Μεραρχία και ο οποίος πιάστηκε αιχμάλωτος σχεδόν με το σύνολο της  μονάδας του. Ας δούμε όμως πως μου αφηγήθηκε στις 20 Ιουλίου 1972 με κάθε λεπτομέρεια και αυθεντικό τρόπο, χωρίς διάθεση υπερβολής την προσωπική του περιπέτεια.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ  1
              Κόντευα πια τα είκοσι δύο και ήμουν ο πρωτότοκος γιος μιας πολύτεκνης οικογένειας των Ανωγείων. Ο πατέρας μου, ο Γιώργης,  ήταν σιδηρουργός και όλοι οι χωριανοί μπαινόβγαιναν στο χαρκιδιώ (σιδηρουργείο) μας για να επισκευάσουν τα γεωργικά τους εργαλεία. Τα έσοδα, όμως, από το χαρκιδιώ δεν έφταναν για να θρέψουν τα οκτώ αδέρφια μου και γι΄ αυτό συμπλήρωνε το οικογενειακό εισόδημα κατασκευάζοντας μητάτα (πετρόκτιστα θολωτά καταλύματα βοσκών), πέτρινες κρήνες, νερόμυλους και ανεμόμυλους στην περιοχή του Μυλοπόταμου. Την τέχνη αυτή την ήξερε καλά και ήταν περίφημος κατασκευαστής με αποτέλεσμα να τον αποκαλούν όλοι στο χωριό μας μάστορα. Ήξερε τα μυστικά της πέτρας, όπως κανείς άλλος με αποτέλεσμα να δίνει τεχνικές συμβουλές στους χωριανούς μας. Κοντά του έμαθα την τέχνη με μεγάλο ζήλο και όταν τέλειωσα το δημοτικό σχολείο ήμουν δίπλα του το δεξί του χέρι.
 Όταν έφτασα στα είκοσι άφησα το χαρκιδιώ μας και αποχαιρέτησα τους γονείς και τα αδέρφια μου για να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία. Ευτυχώς για μένα κατατάχτηκα στο κέντρο νεοσυλλέκτων του Ηρακλείου μια μέρα δρόμος με το γαϊδούρι από το χωριό μου. Μια ηλιόλουστη μέρα του Ιούλη στην πρωινή αναφορά του συντάγματος μας ανακοίνωσε ο διοικητής, ότι κατόπιν διαταγής η μονάδα μας επρόκειτο να μεταφερθεί με πλοία στη Μικρά Ασία για να επιβάλουμε την τάξη στην ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης. Νιώσαμε ανάμεικτα συναισθήματα ενθουσιασμού και αγωνίας για το άγνωστο που μας περίμενε στην αχανή Μικρά Ασία. Η διαταγή της αναχώρησης ήταν άμεση έτσι ώστε να μην προλάβουμε να χαιρετίσουμε τους δικούς μας.
Η 11η Μεραρχία που υπηρετούσα αποβιβάστηκε στην προκυμαία της Σμύρνης και με την πάροδο του χρόνου προχωρήσαμε στα βόρεια της Μικράς Ασίας. Οι εκλογές του 1920 άλλαξαν το πολιτικό σκηνικό καθώς ο Βενιζέλος έχασε την κοινωνική απήχηση που είχε με κύριο σύνθημα της αντιπολίτευσης, ότι υπηρετούσαν στο στρατό επί μια εφταετία οι νέοι της Ελλάδας. Οι Σύμμαχοι μας δε μας χρηματοδοτούσαν πλέον και μας άφησαν στο έλεος των Νεότουρκων.
 Η Μεραρχία μας βρέθηκε στα υψώματα πάνω από τα Μουδανιά. Οι Τούρκοι μας είχαν πάρει φαλάγγι και οπισθοχωρούσαμε άτακτα, μέχρι που αιχμαλωτίστηκε ολόκληρη. Δεν υπήρχε διοίκηση, ούτε εφοδιασμός και ο καθένας μας πήγαινε όπου ήθελε, για να σωθεί. Διαλύθηκαν όλοι οι λόχοι και δεν βλέπαμε αξιωματικούς. Στο μέρος αυτό υπήρχαν καλλιέργειες, αμπέλια και οπωροφόρα δέντρα, από τα οποία τρώγαμε διάφορους  καρπούς για να επιζήσουμε. Προχωρούσαμε αποκαμωμένοι  από την κούραση και την πείνα μαζί με το φίλο μου, το Στέφανο στρατιώτη από την ηπειρωτική Ελλάδα αποκομμένοι από τους άλλους  και μου λέει:
         -Γρηγόρη, ήρθε η ώρα που σου έλεγα πριν, να φύγουμε, γιατί σε λίγες ώρες θα μας πιάσουν αιχμάλωτους οι Τούρκοι! Κοίταξε, υπάρχουν καράβια έξω από το λιμάνι των Μουδανιών να μας πάρουν!
         -Εγώ του είπα,  δε φεύγω, γιατί στο χωριό θα πούνε, ότι λιποτάκτησα και δε θέλω να με πούνε δειλό.
         -Μα Γρηγόρη! Δε βλέπεις δεν υπάρχουν αξιωματικοί, διαλυθήκανε οι λόχοι, γίνεται άτακτη υποχώρηση, πάμε να φύγουμε κι εμείς. Του απάντησα ότι δε φεύγω!
          Τότε φιληθήκαμε, αποχαιρετιστήκαμε και ευχηθήκαμε ο ένας στον άλλο καλή τύχη. Ο φίλος μου πήρε γρήγορα την κατηφόρα για το λιμάνι των Μουδανιών. Όπως έμαθα μετά από χρόνια επιβιβάστηκε αμέσως σε ένα καράβι και επέστρεψε στην Ελλάδα.
          Ο μεγαλύτερος, όμως, αριθμός αξιωματικών και στρατιωτών που παρέμεινε μεταξύ των οποίων και εγώ πιαστήκαμε αιχμάλωτοι. Μαζί με μένα πιάστηκε και ο συγγενής μου Γιώργης Ιωάννου Σαλούστρος ή Φιλιογιώργης.
          Οι Τούρκοι μας έβαλαν σε τετράδες σχηματίζοντας μια μεγάλη φάλαγγα, ενώ οι αξιωματικοί που μας φύλαγαν, ήταν έφιπποι σε άλογα και ο υπεύθυνος μας έλεγε.
          -Θα προσπαθήσω να μη μείνει ούτε σπόρος από σας.
           Ο ήλιος έκαιγε πολύ, είμαστε καταϊδρωμένοι και φρυγάνισαν τα στόματά μας.  Ζητούσαμε από τον Τούρκο αξιωματικό να μας αφήσουν να πιούμε νερό και μας απαντούσε!
         – Σκυλιά ούτε σταγόνα δεν σας δίνω.
          Όσοι είχαν λεφτά, έδιναν στους σκοπούς και έπιναν νερό. Από την πολλή κούραση δε νοιώθαμε πείνα, η δίψα όμως ήταν ανυπόφορη. Το μάτι μας είχε θολώσει, αρκετοί έπεφταν κάτω αναίσθητοι και οι πολίτες τους έπαιρναν στο δάσος και τους εκτελούσαν. Όσοι πάλι έκαναν προσπάθεια να φύγουν οι σκοποί τους σκότωναν και ο λοχαγός μας έλεγε.
          -Εγώ προσπαθώ να σας γλιτώσω και εσείς μου φεύγετε;
           Εμείς φοβηθήκαμε πως θα μας χαλάσουν όλους. Αρκετές μέρες περάσαμε έτσι μέχρι που να φθάσουμε στην Προύσα σε πλήρη εξάντληση. Στην είσοδο της πόλης έστεκε στο δεξιό πεζοδρόμιο ένας χότζας και με μια κάμα που κρατούσε μαχαίρωνε, όποιο περνούσε από μπροστά του. Όλοι έφευγαν προς την αριστερή μεριά του δρόμου για να σωθούν και ο αξιωματικός φώναζε περιφρονητικά!
           -Στις τετράδες! Στις τετράδες!
        -Ποιος ξέρει πόσους μαχαίρωσε και πόσοι από αυτούς πέθαναν. Δεν τον εμπόδισε κανείς Τούρκος αξιωματικός ή αξιωματούχος της πόλης. Οι Τούρκοι  έστεκαν στα πεζοδρόμια, μας πετούσαν καρέκλες, μπουκάλια, ποτήρια και ό, τι άλλο έβρισκαν μπροστά τους από όλες τις μεριές. Μας κτυπούσαν αλύπητα με τις μπαστούνες, μας χλεύαζαν, μας έφτυναν και μας αποκαλούσαν σκυλιά.
          Όσοι απομείναμε ζωντανοί φθάσαμε σε ένα στρατόπεδο της πόλης. Μας έβαλαν στη γραμμή και  μας έδωσαν μισή κουραμάνα σε δυο νομάτους. Το βράδυ μας πήραν ό, τι πολύτιμο είχαμε, δακτυλίδια, ρολόγια, χρήματα, ακόμα και τα χρυσά δόντια μας βγάλανε από το στόμα.
      Μας χώρισαν σε λόχους, ξεχώρισαν τους τεχνίτες, φουρνάρηδες, μαραγκούς, χτίστες, τσαγκάρηδες, μάγειρους, ράφτες και ανέλαβαν αμέσως υπηρεσίες. Οι υπόλοιποι από την επομένη μέρα δουλεύαμε στα τάγματα εργασίας.  Κοιμόμαστε χάμω στο πάτωμα σε μεγάλους θαλάμους χωρίς στρώματα και κουβέρτες και για να ζεσταθούμε το χειμώνα, ήμαστε ο ένας δίπλα στον άλλο σαν τις σαρδέλες. Η ξεραΐλα, το πολύ κρύο και οι ψείρες δεν μας άφηναν ήσυχους μέρα και νύχτα.  Κάποιος όταν κουραζόμαστε έδινε το παράγγελμα και γυρίζαμε όλοι μαζί από την άλλη μεριά, επειδή  από μόνος του ο καθένας δεν μπορούσε να γυρίσει.
        Οι Τούρκοι μας έπαιρναν τα άρβυλα, τα ρούχα, μέναμε ξυπόλυτοι και ρακένδυτοι.  Τα άρβυλά μου ήταν κάπως καλά και θα μου τα έπαιρναν, εγώ όμως τα έσκισα από τα πλάγια και δε μου τα πήραν. Τα είχα όλο το διάστημα της αιχμαλωσίας μου. Το φαγητό ήταν άθλιο συνήθως ελάχιστα όσπρια μέσα σε ζουμί ή αλεύρι σούπα. Εργαζόμαστε πολύ σκληρά, δεν τρώγαμε και έτσι σιγά-σιγά γίναμε σκελετοί. Ζούσαμε σε μια κόλαση και ο θάνατος για μας ήταν μια λύτρωση. Μοναδική μου παρηγοριά αυτές τις δύσκολες ώρες ήταν οι αναμνήσεις για το χωριό μου, τα αδέλφια μου και τους γονείς μου.
        Κάθε πρωί τρέχαμε σε τετράδες λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη και  φτιάχναμε ένα νέο δρόμο. Για να φτάσουμε όμως στο σημείο της εργασίας περνούσαμε ένα ποτάμι που έτρεχε 30-40 πόντους νερό. Για να μην βρέχονται οι Τούρκοι αξιωματικοί και στρατιώτες που μας συνόδευαν, καβαλίκευαν κάθε φορά  αιχμαλώτους και τους περνάγανε απέναντι. Ένα πρωί με φώναξε ένας Τούρκος αξιωματικός και με καβάλησε. Τότε είπα μέσα μου, «κακό μουλάρι» διάλεξες. Μόλις προχωρήσαμε στο ποτάμι, είπα στους άλλους, θα πέσω στο νερό μαζί του και ας με σκοτώσει, θα λυτρωθώ από τις κακουχίες της αιχμαλωσίας. Τέτοια ζωή δεν την θέλω. Πράγματι όταν ήμαστε στη μέση του ποταμού παραπάτησα, πέσαμε μαζί στο νερό και γίναμε ολόγροι (μούσκεμα). Σηκώθηκε αγριεμένος ο αξιωματικός, όπλισε το τουφέκι του και με σημάδεψε να με σκοτώσει. Τότε του είπα: -Αμάν, αφέντη, πληγή έχω στο πόδι και του έδειχνα την πατούσα μου. Κατέβασε το όπλο, με κοίταξε περίεργα, ίσως με λυπήθηκε ποιος ξέρει και με άφησε. Μάλλον συμφώνησε με τη γνώμη μου, ότι δηλαδή διάλεξε κακό μουλάρι.
        Οι μέρες δεν περνούσαν εύκολα με όλα αυτά που τραβούσαμε, δουλειά, ελάχιστο φαγητό, ξύλο, στερήσεις και κακουχίες όλα αυτά μας είχαν απογοητεύσει και δεν λογαριάζαμε καθόλου τη ζωή μας.  Η νοσταλγία, όμως, των δικών μας, η επιθυμία της επιστροφής στην πατρίδα μας εγκαρδίωναν. Ένα βράδυ ονειρεύτηκα τον Αι Γιώργη καβαλάρη πάνω σε ένα  κάτασπρο άλογο και μου είπε, ότι θα μας αφήσουν ελεύθερους το μεσημέρι της επόμενης μέρας. Ξύπνησα ενθουσιασμένος και έταξα του Αγίου πέντε οκάδες λιβάνι, να το κάψω όλο μαζί στον περίβολο της εκκλησίας του Αϊ Γιώργη στη Μονή Δισκουρίου στο Μυλοπόταμο.
        Το πρωί  είπα το όνειρο στους άλλους, οι οποίοι άρχισαν να με κοροϊδεύουν, λέγοντάς μου, ότι δεν γίνονται αυτά τα πράγματα Γρηγόρη!
        Πήραμε το δρόμο, φθάσαμε στον τόπο εργασίας και αρχίσαμε τη δουλειά.  Κάθε λίγο μου έλεγε ο συγγενής μου Γιώργης Σαλούστρος ή Φιλιογιώργης.
       -Γρηγόρη πού είναι ο Αι Γιώργης; Δε βγαίνει το όνειρό σου !
       -Εγώ του έλεγα, μη βιάζεσαι θα βγει!
        Λίγο πριν το μεσημέρι είδαμε να έρχεται προς το μέρος μας, ένας έφιππος καλπάζοντας σε ένα άσπρο άλογο. Πήγε στον Τούρκο αξιωματικό και από τις κινήσεις των χεριών του καταλάβαμε, ότι τον παρατηρούσε σε έντονο ύφος. Τον χαιρέτησε στρατιωτικά ο Τούρκος αξιωματικός και έφυγε πίσω τρέχοντας με το άλογο. Κατά τη γνώμη μου πρέπει να ήταν Τούρκος αξιωματικός  με πολιτικά ή ο έλληνας πρόξενος από την Προύσα. Σε λίγο η σάλπιγγα σήμανε συγκέντρωση, μπήκαμε όλοι στη γραμμή όπως πάντα και αναχωρήσαμε για το στρατόπεδο. Οι φίλοι μου και όσοι άκουσαν το όνειρό μου, λέγανε:
       -Γρηγόρη, το όνειρό σου πάει να γίνει πραγματικότητα!
        Όταν  φθάσαμε στο στρατόπεδο μας ανακοίνωσαν, ότι ήρθε διαταγή να μας απολύσουν, αλλά όχι αμέσως. Μας οδήγησαν στα λουτρά κάναμε μπάνιο, μας απολύμαναν για τις ψείρες και μας έδωσαν καινούρια ρούχα και άρβυλα. Έκτοτε δεν εργαζόμαστε, το φαγητό βελτιώθηκε σημαντικά και η συμπεριφορά τους στο εξής ήταν καλή απέναντί μας. Θα πέρασαν περίπου δεκαπέντε με είκοσι μέρες, είχαμε  κάπως παχύνει και μας άφησαν ελεύθερους. Μας παρέλαβε η Ελληνική Πρεσβεία με τον Ερυθρό Σταυρό και μας μετέφεραν στην Αθήνα με πλοίο.
       Λένε ότι ο Άγιος περιμένει το τάμα σαράντα χρόνια, εγώ το έκανα έστω και καθυστερημένα το 1970. Στον περίβολο της εκκλησίας του Αι Γιώργη στη μονή Δισκουρίου, άναψα πέντε οκάδες λιβάνι και μύρισε η γύρω περιοχή. Ο ηγούμενος Καλλίνικος μου είπε, να μην το κάψω όλο, αλλά να δώσω ένα μέρος για τις ανάγκες της μονής. Του είπα ότι, έταξα στον άγιο πέντε οκάδες, αλλά κρατώ άλλες πέντε οκάδες για το μοναστήρι. Ο ηγούμενος έκανε ειδική λειτουργία στην οποία παρευρέθηκαν αρκετοί Ανωγειανοί και ακολούθησε τραπέζι.
                                    
ΚΕΦΑΛΑΙΟ  2                
         Ο Μανόλης Σταυρακάκης ή Μερτζανοζαχαράκης γεννήθηκε στα Ανώγεια Μυλοποτάμου το 1899. Ο πατέρας του Ζαχαρίας παντρεύτηκε τη Μαριγώ Σκουλά και μετά από τρεις μήνες έφυγε από τα Ανώγεια για να πάει να δουλέψει βοσκός στο  χωριό Στέρνες Μονοφατσίου. Εντωμεταξύ η Μαριγώ ήταν ήδη έγκυος τριών μηνών. Ο Ζαχαρίας στις Στέρνες ήλθε σε προστριβές με έναν Τούρκο με αποτέλεσμα να συνωμοτήσουν οι Τούρκοι εναντίον του και να τον σκοτώσουν. Έτσι, ο Μερτζανοζαχαράκης δυστυχώς δεν είχε την τύχη να γνωρίσει τον πατέρα του. Την ανατροφή του έκτοτε ανέλαβε ο αδελφός της μάνας του και θείος του Μιχάλης Σκουλάς ή Καλκούνης στο χωριό Αρκάδι Μονοφατσίου, ο οποίος του έμαθε γράμματα, τον εμψύχωσε, τον έκαμε πολύ γερό και άφοβο άντρα. Όταν μεγάλωσε έγινε κι εκείνος βοσκός ακολουθώντας την παράδοση του χωριού.
         Από το χωριό Αρκάδι Μονοφατσίου έφυγε, όταν τον κάλεσε η πατρίδα το 1919 να καταταγεί στο στρατό. Στη συνέχεια υπηρέτησε στη Μικρά Ασία στη δύναμη της 5ης  Μεραρχίας (8ο Σύνταγμα Κρητών) με ειδικότητα χειριστής πολυβόλου. Σε όλη τη διάρκεια της θητείας του πολέμησε γενναία, με θάρρος και πάντα προσφέρονταν ως εθελοντής στις δύσκολες αποστολές. Πιάστηκε αιχμάλωτος στις 20 Αυγούστου 1922 μετά τη φοβερή μάχη του Αλή Βεράν μαζί με χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες. Ο Μερτζανοζαχαράκης μαζί με πολλούς Έλληνες στρατιώτες φυλακίστηκαν από τους Τούρκους στο κάστρο του Αφιόν Καραχισάρ.
        Ο χρόνος κυλούσε πολύ αργά και μέσα στο κάστρο πέρασαν αμέτρητα βασανιστήρια, πάνδεινους εξευτελισμούς, πείνα, και ξυλοδαρμούς. Ήταν γυμνοί, ξυπόλητοι, δούλευαν ασταμάτητα κάθε μέρα σε βαριές εργασίες και είδαν πολλές φορές συντρόφους και φίλους να δέρνονται μέχρι θανάτου. Πόσο άραγε μπορεί να αντέξει ο άνθρωπος σε τέτοιες απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης;
        Ένα βράδυ ξέπνοοι οι αιχμάλωτοι Έλληνες στρατιώτες επέστρεψαν από την τυραννική δουλεία στο κάστρο. Ο καθένας τραβούσε το δρόμο του, να βρει μια γωνιά να κοιμηθεί κάτω στο χώμα, νηστικός και απογοητευμένος. Ξαφνικά στη σιωπή της νύχτας ακούγονται δυνατές φωνές και βρισιές των Τούρκων. Οι Έλληνες τρέχουν γεμάτοι περιέργεια να δουν τι συμβαίνει και βλέπουν αιμόφυρτο τον συγχωριανό  τους Οδυσσέα Σκουλά  κάτω στο προαύλιο του κάστρου, να τον κτυπούν ανελέητα  με λύσσα και απύθμενο μίσος οι Τούρκοι σε όλο το σώμα, με ξύλα, με όπλα, με τα πόδια και ό, τι άλλο είχαν. Ο Μερτζανοζαχαράκης ένιωσε το αίμα του ν΄ ανεβαίνει στο κεφάλι, πετάχτηκε πάνω μονομιάς και χίμηξε στους Τούρκους. Οι σύντροφοι του και κυρίως ο χωριανός του Κώστας Μανουράς ή Ζουρίδης τον συγκράτησαν με δυσκολία θέλοντας να τον προστατέψουν.
        Σε λίγο τόσο οι φωνές των Τούρκων, όσο και του Οδυσσέα λιγόστευαν. Οι αιχμάλωτοι πλησιάζουν και διαπιστώνουν, ότι δυστυχώς ο Οδυσσέας ήταν νεκρός μέσα σε μια λίμνη  αίματος.
        Ο Μερτζανοζαχαράκης συγκλονίστηκε από τον αδόκητο θάνατο του φίλου του και όπως είπε στο ξάδελφο του Γιώργη Σταυρακάκη ή Τσάκαλο, η σκηνή του θανάτου του Οδυσσέα, του έβαλε στο μυαλό την ιδέα της δραπέτευσις.
        Το ίδιο κιόλας βράδυ είπε στους συντρόφους του, ότι θα δραπετεύσει  «και σας το λέω για να μην πείτε πως δε σας το’ πα. Η ζωή μας θα κρεμαστεί σε  μια κλωστή».  Αποφάσισαν τελικά να τον ακολουθήσουν άλλοι δέκα αιχμάλωτοι.
        Η απόφαση της απόδρασης ήταν ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα γιατί το τείχος του κάστρου είχε ύψος περίπου δώδεκα μέτρα και υπήρχαν συνεχείς σκοπιές μέρα και νύχτα. Κάτω όμως από ένα σημείο του τείχους υπήρχε ένα μεγάλο δέντρο με αρκετούς κλάδους που θα μπορούσαν να γαντζωθούν. Αποφάσισαν ότι μοναδική έξοδος διαφυγής θα ήταν από την πλευρά του δέντρου. Βρήκαν ευκαιρία να δραπετεύσουν μετά τα μεσάνυχτα και άρχισαν να πηδούν με προφυλάξεις πάνω στο δέντρο τη μοναδική σανίδα σωτηρία τους. Όσοι τα κατάφεραν πιάνονταν σφικτά πάνω του, όπως γαντζώνει το χταπόδι πάνω στο βράχο και κατέβαιναν στο έδαφος ελεύθεροι πια. Δυο αιχμάλωτοι δυστυχώς δεν κατάφεραν να πιαστούν στο δέντρο και άφησαν έξω από το κάστρο την τελευταία τους πνοή. Οι υπόλοιποι δεν έχασαν χρόνο απομακρύνθηκαν αστραπιαία από το κάστρο με κατεύθυνση την Κωνσταντινούπολη, που βρισκόταν πολλά χιλιόμετρα μακριά.
        Οι εννιά πλέον ονομάστηκαν έκτοτε αδέλφια μετά την επιτυχή απόδραση τους και έδωσαν όρκο για κατοπινή αλληλοβοήθεια σε κάθε δυσκολία που επρόκειτο να συναντήσουν. Η κατάσταση τους παρέμενε τραγική καθώς ήταν ξυπόλυτοι, ημίγυμνοι, με κουρελιασμένα ρούχα και χωρίς φαγητό. Βρισκόταν στα ενδότερα της Μικράς Ασίας χωρίς καθοδήγηση σ ένα αφιλόξενο και άγνωστο μέρος. Όμως τους ενδυνάμωνε η αγάπη για τη ζωή και ο πόθος να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Ήταν πια Δεκέμβρης  με βροχές, τσουχτερό κρύο και στα ορεινά που περνούσαν το χιόνι έφθανε τα 80 εκατοστά. Την πέμπτη νύχτα ο Γιώργης Νιπυράκης από τους Στόλους Μονοφατσίου δεν άντεξε τις κακουχίες, αρρώστησε και λιποθύμησε. Τον σήκωσε στους ώμους του ο Μερτζανοζαχαράκης και βάδιζαν σιγά-σιγά οι άλλοι τον συμβούλεψαν να τον αφήσει, αυτός όμως τους είπε, ότι είναι ανανδρία να τον αφήσουν ζωντανό να παίζει το λακί του. Μετά από δυο βράδια ο Νιπυράκης αποκαμωμένος από την εξάντληση και τον πυρετό κατέληξε στα χέρια του Μερτζανοζαχαράκη και εκείνος τον έθαψε μέσα στα χιόνια καρφώνοντας δυο ξύλα σε σχήμα σταυρού.
        Η πορεία δεν είχε τέλος και με μπροστάρη το Μερτζανοζαχαράκη βάδιζαν βόρια με κατεύθυνση την Κωνσταντινούπολη. Τις περισσότερες φορές άφηνε έξω από τα χωριά τους συντρόφους του και πήγαινε μόνος του μέσα σε αυτά, για να βρει κάτι να φάνε έτσι ώστε να επιβιώσουν.
        Ένα βράδυ μπήκε σε ένα χωριό και άφησε «τους αδελφούς του» στη σιδηροδρομική γραμμή. Σε ένα φούρνο βρήκε κουλούρες κρίθινες, τις πήρε και δείπνησαν με την παρέα του. Το φεγγάρι έκανε τη νύχτα μέρα, γιατί ήταν πανσέληνος και τους είδε μια περίπολος από τρεις αστυνομικούς. Τους μίλησε τούρκικα ο Μερτζανοζαχαράκης για να τους παραπλανήσει. Έτσι όπως τους είδαν οι αστυνομικοί ξυπόλητους, ρακένδυτους, τους υποψιάστηκαν και πήγαν κατά πάνω τους. Τότε λέει στην παρέα του να προχωρούν πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή και αυτός θα τους αντιμετωπίσει. Πήρε μια πέτρα στο χέρι του και μόλις τον πλησίασαν, ωσάν αστραπή τους έδωσε από μια στο κεφάλι του καθενός και τους έριξε κάτω. Ο τελευταίος όμως πρόλαβε και φώναξε και ξεσηκώθηκε το χωριό. Τον κυνήγησαν ενώ αυτός έτρεχε προς τη σιδηροδρομική γραμμή, για να φτάσει τους συντρόφους του. Οι αδελφοί του, όμως, άκουσαν τις φωνές των Τούρκων, νόμισαν ότι τον έπιασαν και απομακρύνθηκαν από τη γραμμή του τραίνου, έτσι τους έχασε. Με το πρώτο φως της ημέρας οι Τούρκοι έπιασαν τους εφτά δραπέτες, σκότωσαν τους πέντε και επέστρεψαν στο κάστρο του Αφιόν Καραχισάρ τους δύο. Αυτοί οι δυο επέζησαν και επέστρεψαν αργότερα στην Κρήτη. Ο ένας λέγονταν Χουμαδογιάννης από τον Κρουσώνα και ο άλλος Γιάννης Μπρίνταλος από τα Ανώγεια. Ο αιχμάλωτος Κώστας Μανουράς ή Ζουρίδης  που τους είδε στο κάστρο, είπε, ότι τα κρέατα  τους, ήταν μαύρα από το ξύλο που έφαγαν.
        Μόνος του πλέον ο Μερτζανοζαχαράκης κρύβονταν γύρω από το χωριό δυο βράδια, για να δει μήπως ζούσε κανένας από τους συντρόφους του. Αφού είδε και αποείδε τράβηξε μόνος του το δρόμο του μαρτυρίου. Κατά την πορεία βρήκε ένα τσέρκουλο (λεπτή στενόμακρη λαμαρίνα από ξύλινο βαρέλι) ακονισμένο και το κράτησε ως όπλο. Τις μέρες κρύβονταν με προφυλάξεις, για να μην τον δουν οι Τούρκοι και τα βράδια βάδιζε. Μια νύχτα εκεί που έτρεχε είδε ένα βόδι δεμένο, του έδεσε τα πόδια και με το τσέρκουλο  έκοψε κρέας από τα μεριά και το έφαγε άψητο. Πήρε ακόμη και το δέρμα του ζώου και έφτιαξε πρόχειρα τσαρούχια για να τα φορέσει, γιατί για πολλές μέρες ήταν ξυπόλυτος.
        Η πορεία ήταν δύσβατη και ατέλειωτη, κάποτε έφθασε στον Σαγγάριο ποταμό, συνάντησε μια γέφυρα και έπρεπε να περάσει υποχρεωτικά κάτω από αυτή, την φύλαγε, όμως, ένας σκοπός. Πήρε φόρα έπεσε πάνω του με δύναμη, τον έριξε κάτω, τον δάγκασε στο λαιμό και τον έπνιξε. Για να επιβιώσει ο άνθρωπος γίνεται ανήμερο λιοντάρι.
         Ο Μερτζανοζαχαράκης βάδιζε χωρίς πυξίδα, άλλοτε σε δάση, άλλοτε σε πεδινά και άλλοτε στα βουνά με χιόνια παρέα με τα άγρια θηρία. Μετά από μερικές μέρες σκληρής και επικίνδυνης πορείας, έφθασε σε μια άλλη γέφυρα. Πιάστηκε στα χέρια με το σκοπό, ο οποίος ήταν πολύ δυνατός και τον έβαλε κάτω, χωρίς να μπορεί να του ξεφύγει. Μόλις ο σκοπός πήγε να βγάλει το ξίφος να τον καρφώσει, βλέπει σαν όραμα το Γιώργη Νιπυράκη που είχε θάψει στα χιόνια. Του δημιουργήθηκε αυτομάτως μια μεγάλη δύναμη, πήρε από τα χέρια του σκοπού το ξίφος και τον έσφαξε. Μόλις σηκώθηκε βλέπει πάλι το Γιώργη Νιπυράκη μπροστά του και του λέει:
        -Εσύ μπρε δεν είσαι ο αδελφός μου ο Γιώργης;
        -Ναι του λέει ο Γιώργης.
        -Πες μου ήντα θα γενώ και πως θα σωθώ;
        -Μη φοβάσαι, σε ακολουθώ και θα βαδίσεις αυτή τη κορυφογραμμή! Και αμέσως  χάθηκε από μπροστά του.
        -Ο Μερτζανοζαχαράκης φωνάζει Γιώργη! Γιώργη! Γιώργη! Αλλά ο Γιώργης δεν εμφανίζεται.
        Ο Μερζανοζαχαράκης τρομαγμένος συνέχισε την πορεία, που του υπέδειξε ο Γιώργης. Ήταν πεπεισμένος ότι το όραμα που είδε ήταν ο Αϊ Γιώργης. Τότε του έκανε ένα τάμα, εάν βρει ζωντανό στο κοπάδι του τον ασπρομάλλη κριό του, να τον πάει  στον Αϊ Γιώργη τον Επανωσήφη και συνέχισε το δρόμο του γεμάτος κουράγιο.
        Μετά από μερικές νύχτες δύσκολες και ατέλειωτης πορείας πάνω στην κορυφογραμμή που του έδειξε ο Γιώργης, έφθασε κοντά σε ένα χωριό. Από εκεί που είχε κρυφτεί, βλέπει ένα άνθρωπο μαζί με ένα κορίτσι περίπου οκτώ χρονών, το οποίο μιλούσε ελληνικά. Ο άνθρωπος αυτός φοβήθηκε έτσι όπως τον είδε μαλλιαρό και ρακένδυτο και ο Μερτζανοζαχαράκης του είπε:
        -Μη φοβάσαι, είμαι Έλληνας αιχμάλωτος και δραπέτευσα από το Αφιόν Καραχισάρ. Ο άνθρωπος του απαντά:
       -Είμαι Έλληνας υπήκοος της Τουρκίας.
       -Αν έχεις ελληνικό αίμα πέφτω στα χέρια σου και σώσε με. Ο άνθρωπος του λέει.
       - Κρύψου μέχρι να σου φέρω ρούχα να αλλάξεις.
       Πράγματι ο Μερζανοζαχαράκης αποσύρθηκε στο πλησίον βουνό, μπήκε μέσα στους θάμνους και κοίταζε μήπως επιστρέψει μαζί με την αστυνομία.
         Κάποτε είδε τον άνθρωπο να έρχεται προς το βουνό κρατώντας στα χέρια του μια τσάντα. Άρχισε να του φωνάζει, αλλά ο Μερτζανοζαχαράκης δεν του απαντούσε, γιατί φοβόταν την προδοσία. Μετά από αρκετή ώρα απελπίστηκε ο άνθρωπος και πήγε να φύγει. Τότε του φώναξε, σμίξανε, του έδωσε να φορέσει μια τούρκικη στολή και μια ρεπούμπλικα. Του είπε να τον ακολουθεί από μεγάλη απόσταση και στο σπίτι που θα έμπαινε ο καλός Σαμαρείτης, θα έμπαινε και αυτός.
         Στο σπίτι του χριστιανού φίλου του έμεινε πέντε μέρες, έφαγε πολύ καλά και ξεθαμπώθηκε από την πείνα. Για να μην κινήσει υποψίες, του είπε ο φίλος του, ότι έπρεπε να φύγει. Τον πήγε στο τραίνο και τον συμβούλεψε να κάνει το βουβό και τον κουφό για να γλιτώσει. Του έδωσε τούρκικα χρήματα και τον προειδοποίησε ότι στη μέση της μεγάλης γέφυρας που θα περάσει γίνεται αυστηρός έλεγχος. Αν τον πιάσουν θα τον γυρίσουν πίσω στο στρατόπεδο και ο αγώνας του δεν θα δικαιωθεί. Αφού τον κατατόπισε με κάθε λεπτομέρεια χαιρετίστηκαν, φιλήθηκαν και χώρισαν.
       Στο τρένο μέσα πήγε πολλές φορές ο εισπράκτορας και τον ρωτούσε, αλλά αυτός έκανε τον κουφό. Πράγματι στη γέφυρα γίνονταν έλεγχος διαβατηρίων και ταυτοτήτων. Πριν έλθει η σειρά του, όπως τον είχε κατατοπίσει καλά ο φίλος του, έκανε ένα δυνατό άλμα και πέρασε τη μέση της γέφυρας. Οι Τούρκοι στο σημείο αυτό δεν είχαν το δικαίωμα να τον πιάσουν και να τον γυρίσουν πίσω.
      Ο Μερτζανοζαχαράκης πέρασε στην Κωνσταντινούπολη και πήγε στο Αγγλικό προξενείο. Τους αποκάλυψε, ότι το σύνταγμα του είναι σώο στο Αφιόν Καραχισάρ και ότι αυτός δραπέτευσε από το κάστρο και έφθασε στην Κωνσταντινούπολη μετά από ενενήντα δυο μέρες κοπιώδους και επικίνδυνης πορείας. Οι Άγγλοι αδυνατούσαν να πιστέψουν αυτά που τους έλεγε, ότι διάσχισε τόσες μεγάλες αποστάσεις, ότι πέρασε τόσους κινδύνους, πως μπόρεσε και άντεξε τόσες κακουχίες, τι τροφές έτρωγε και  πως γλίτωσε από τους Τούρκους. Κάποτε όμως τον πίστεψαν και έστειλαν στο κάστρο τον Ερυθρό Σταυρό για να σώσουν τους αιχμαλώτους. Οι Τούρκοι δεν παραδέχονταν, ότι υπήρχαν στο Αφιόν Καραχισάρ Έλληνες αιχμάλωτοι.
      Ο Άγγλος Πρόξενος πέρασε από ιατρικές εξετάσεις το Μετρζανοζαχαράκη και οι γιατροί αποφάνθηκαν, ότι ήταν υγιέστατος, αλλά εξαντλημένος και υποσιτισμένος. Τον πήγε σε ένα εστιατόριο και κατά την εντολή του γιατρού του έδιναν ζουμερά φαγητά. Την πρώτη μέρα έφαγε εφτά πιάτα φαί και τις επόμενες μέρες έτρωγε αχόρταγα. Στην Κωνσταντινούπολη έμεινε οχτώ μέρες και στάθηκε στα πόδια του για τα καλά. Τελικά ο Πρόξενος τον επιβίβασε σε ένα εγγλέζικο καράβι και τον έστειλε στην Αθήνα.
       Με την επιστροφή του στα Ανώγεια έγινε τρικούβερτο γλέντι που κράτησε τρεις μέρες. Ο Μερτζανοζαχαράκης είχε πολλά πρόβατα στο μαγευτικό οροπέδιο της Νίδας, δεν ζούσε, όμως, ο ασπρομάλλης κριός που είχε τάξη στον Αι Γιώργη τον Επανωσήφη. Έτσι, πήρε το μαύρο κριό που ζούσε και τον πήγε στο μοναστήρι του Αι Γιώργη ανήμερα της γιορτής του για να εκπληρώσει το τάμα του. Ο Μανόλης Σταυρακάκης παντρεύτηκε τη συγχωριανή του την Κρυστάλλη Σκουλά το 1924 και απέκτησαν έξι παιδιά.
        Στο μοναδικό άνθρωπο που εμπιστεύθηκε την απίστευτη ιστορία και την περιπέτειά του, ήταν ο ξάδελφος του Γιώργης Σταυρακάκης ή Τσάκαλος και τον όρκισε να μην πει τίποτα σε κανένα, γιατί δεν ήθελε η ιστορία του να γίνει γνωστή.  Φοβόταν ότι ορισμένοι συγχωριανοί του μπορεί να την αμφισβητούσαν και αυτό θα τον εξόργιζε πολύ.
       Ο Μερτζανοζαχαράκης γλίτωσε από τις κακουχίες της αιχμαλωσίας, πάλεψε με τα στοιχεία της φύσης και υπέστη τα πάνδεινα τις ενενήντα δύο μέρες του σκληρού αγώνα μέχρι να φθάσει στην Κωνσταντινούπολη. Δεν μπόρεσε, όμως, να ξεφύγει του χάροντα, όταν στις 13 Αυγούστου 1934 έπεσε θύμα πολύνεκρου τροχαίου ατυχήματος στη θέση «Σπηλιάρα» στο Γωνιανό φαράγγι. Το λεωφορείο που εκτελούσε τη γραμμή Κυλιστός - Ηράκλειο, έπεσε στον γκρεμό και σκοτώθηκαν τρεις Ανωγειανοί, ένας από το χωριό Καμαριώτης και αρκετοί τραυματίες.
       Μετά τον αδόκητο θάνατο του Μετρζανοζαχαράκη, ο Τσάκαλος κάλεσε τον πρώτο γιό του, Βασίλη και του διηγήθηκε όλη την ιστορία του πατέρα του. Αδιάψευστοι μάρτυρες της παραπάνω ιστορίας ήταν ο Γιώργης Σταυρακάκης ή Τσάκαλος και ο αιχμάλωτος πρώην σύντροφός του  Κώστας Μανουράς ή Ζουρίδης.-
                                           3 Οκτωβρίου 2015
                                         MΑΝΟΛΗΣ ΔΑΚΑΝΑΛΗΣ


       Στις  Ι0 Ιανουαρίου 2016 πραγματοποιήθηκε από τον ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΟΜΙΛΟ ΚΥΠΡΙΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΕΠΟΚ),  η απονομή των βραβείων του 6ου  Παγκόσμιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού προς τιμή της Βίκυς Ζαχαρίου  και Δημητρίου Μανιού.
      Η τελετή της απονομής έγινε στην ιστορική αίθουσα της Εταιρίας Λογοτεχνών Ελλάδας στην Αθήνα, Η οποία ήταν κατάμεστη με κόσμο από την Κρήτη, την Κύπρο, την Καστοριά, την Ξάνθη, τη Γερμανία, την Ευρώπη και από άλλα μέρη της Ελλάδας. Ήταν μια όαση λογοτεχνική, πνευματική, σε αντιδιαστολή της βαθιάς οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής κρίσης που μαστίζει την Ελλάδα μας από το έτος 2009.
     Στον γράφοντα απονεμήθηκε το Α΄ ΒΡΑΒΕΙΟ  για το διήγημα «ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ».
     Ευχαριστούμε πάρα πολύ τον Πρόεδρο του ΕΠΟΚ κ. Ηρακλή Ζαχαριάδη, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, τους κριτές που επιβράβευσαν τις εργασίες μας και όλους που συνέβαλαν, ώστε να πραγματοποιηθεί αυτή η κορυφαία πνευματική εκδήλωση.
     Στο βιβλίο που εξέδωσε  το 2015 ο ΕΠΟΚ με τίτλο ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ  2015, συμπεριελήφθη  το διήγημα-μυθοπλασία του γράφοντα «ΔΙΠΛΗ ΑΠΑΓΩΓΗ» στη σελίδα 257.
      Η ψυχή μας, η σκέψη μας είναι πάντα στραμμένη στην αδελφή μας ΚΥΠΡΟ και το ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ  ισχύει για πάντα.-
   



Αίθουσα λογοτεχνών


Τζουγνάκη Μαρία, απαγγελία ποιημάτων


Οικογένεια

Μαρία-Νεφάλη Μαρκοπουλιώτη, τραγουδά Μ.Χατζηδάκη

Γρηγόρης Σαλούστρος

Μερτζανοζαχαράκης

Το μοιραίο λεωφορείο
                                                
                                                            


Aφιόν Καραχισάρ (Διαδύκτιο)









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου